Dr. Dr. Σπυριδούλα Δέρκα, MD, DDS
Δημοσιεύσεις
1. Cell proliferation and apoptosis culminate in early stages of oral oncogenesis. ----- DERKA, E. VAIRAKTARIS, V. PAPAKOSTA, S. VASSILIOU, Y. ACIL, A. VYLLIOTIS, S. SPYRIDONIDOU, AC LAZARIS, C. MOUROUZIS, A. KOKKORI, P. MOULAVASILI, D. PERREA, I. DONTA, C. YAPIJAKIS, E. PATSOURIS.
Oral Oncol 2006;42(5):540–550.
Μελετήθηκαν ο δείκτης κυτταρικού πολλαπλασιασμού Ki–67 και οι πρωτεΐνες της απόπτωσης Bax και Bcl–2 σε μία πειραματική μελέτη σε Syrian golden hamsters, στα οποία προκλήθηκε καρκίνος του στόματος. Σε 37 ζώα, τα οποία διαχωρίστηκαν σε τρεις πειραματικές ομάδες και μία ομάδα ελέγχου, χορηγήθηκε ένα καρκινογόνο και θυσιάστηκαν τη 10η, 14η και 19η εβδομάδα από τη χορήγηση της ουσίας. Η ιστολογική κατάσταση της βλάβης στις τρεις πειραματικές ομάδες ήταν αντίστοιχη με την πρόοδο του όγκου (από το στάδιο της δυσπλασίας του στόματος μέχρι το χαμηλής διαφοροποίησης ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα). Οι τομές που ελήφθησαν από τον όγκο μελετήθηκαν με τη χρήση μονοκλωνικού αντισώματος έναντι των πρωτεϊνών Bax, Bcl–2 και Ki–67. Η έκφραση της προαποπτωτικής πρωτεΐνης Bax ήταν υψηλή σ’ όλα τα στάδια της καρκινογένεσης. Η έκφραση της αντιαποπτωτικής πρωτεΐνης Bcl–2 μειώθηκε σημαντικά στο στάδιο της δυσπλασίας και το πρώιμο διηθητικό στάδιο της βλάβης και ακολούθως αυξήθηκε σχεδόν σε φυσιολογικά επίπεδα. Τέλος, υπήρξε σημαντική αύξηση της έκφρασης του Ki–67 στα αρχικά στάδια της καρκινογένεσης, η οποία ελαττώθηκε αρκετά στα τελευταία στάδια.
2. Are factor V and prothrombin mutations associated with increased risk of oral cancer? ----- E. VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, J. WILTFANG, J. RIES, A. VYLLIOTIS, DERKA, S. VASILIOU, FW NEUKAM.
Anticancer Res 2005;25(3c):2561–2565.
H μεθυλενοτετραϋδροφυλλική αναγωγάση (MTHFR) έχει ήδη σχετιστεί με την παθογένεση στους θρόμβωσης και τον καρκίνο του στόματος. Με αυτό το δεδομένο, η αναζήτηση πιθανής σχέσης και άλλων θρομβωτικών παραγόντων με τον καρκίνο του στόματος είναι δικαιολογημένη. Μεθοδολογία: Προκειμένου να διερευνηθεί εάν οι μεταλλαγές G20210A του παράγοντα πήξης V Leiden και στους προθρομβίνης αυξάνουν τον κίνδυνο για καρκίνο του στόματος, αναζητήσαμε τα μεταλλαγμένα αυτά αλληλόμορφα μέσω RFLP ανάλυσης σε δείγματα DNA από 102 ασθενείς με καρκίνο του στόματος και 120 υγιών μαρτύρων. Αποτελέσματα: Οι διαφορές συχνοτήτων τόσο για τον παράγοντα V Leiden όσο και για τα G20210A αλληλόμορφα δεν ανευρέθησαν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό διαφορετικές ανάμεσα στους δύο ομάδες. Επιπλέον, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά σε παραμέτρους στους το φύλο, η ηλικία και το θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου. Ωστόσο, στους ασθενείς με θετικό οικογενειακό ιστορικό θρομβοφιλίας παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά όσον αφορά στον πολυμορφισμό του παράγοντα V Leiden (P<0.001). Συμπέρασμα: Φαίνεται να μην υπάρχει σχέση ανάμεσα στην προθρομβίνη και στην ογκογένεση στην περιοχή του στόματος, ενώ είναι πιθανή μία μικρή συμβολή του παράγοντα V Leiden στην παραπάνω διαδικασία.
3. Methylenetetrahydrofolate reductase polymorphism and minor increase of risk for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, P. KESSLER, A. VYLLIOTIS, J. RIES, J. WILTFANG, S. VASSILIOU, S. DERKA, FW NEUKAM
J Cancer Res Clin Oncol 2006;132(4):219–222.
Σκοπός: Εξετάσαμε εάν η μεταλλαγμένη μεθυλενοτετραϋδροφυλλική αναγωγάση (MTHFR) αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στόματος. Μία συνήθης μετάλλαξη της βλαστικής σειράς που αναγνωρίστηκε στο γονίδιο της MTHFR στο νουκλεοτίδιο 677 (C677T) ελαττώνει σημαντικά την ειδική δράση του ενζύμου, το οποίο είναι υπεύθυνο για την ανακύκλωση του φυλλικού οξέος. Η ανεπάρκεια του φυλλικού που προκύπτει από τη χαμηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών σχετίζεται με τον αυξημένο κίνδυνο διαφόρων τύπων καρκίνου, μέσω της διάσπασης της μεθυλίωσης του DNA, της σύνθεσης και της ελλιπούς διόρθωσης του.
Μέθοδος: Διερευνήσαμε τη μετάλλαξη του C677T στα προϊόντα PCR με τη μέθοδο της τομής με περιοριστικά ένζυμα σε δείγματα DNA σε 110 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος και σε 120 υγιείς μάρτυρες αντίστοιχης εθνικότητας, ηλικίας και φύλου.
Αποτελέσματα: Το αλληλλόμορφο C677T βρέθηκε σε διαφορετική στατιστικά συχνότητα στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Αυτή η παρατήρηση οφείλεται κυρίως στην υποομάδα των ασθενών με θετικό ιστορικό θρομβοφιλίας οι οποίοι είχαν μία σημαντική αύξηση των ετεροζυγωτών (84.6%, Ρ<0.001) συγκριτικά με τους υγιείς μάρτυρες. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μία στατιστικά σημαντική αύξηση των μεταλλαγμένων αλληλομόρφων σε ασθενείς με αρνητικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου, συγκριτικά με τους υγιείς μάρτυρες (Ρ<0.001).
Συμπεράσματα: Τα ληφθέντα αποτελέσματα δηλώνουν ότι η μεταλλαγμένη (MTHFR) είναι ένας μικρός προδιαθεσικός παράγοντας της ογκογένεσης στην περιοχή του στόματος, σε συνδυασμό με χαμηλή διαιτητική λήψη φυλλικού οξέος.
4. Association of platelet glycoprotein Ia polymorphism with minor increase of risk for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, S. DERKA, S. VASSILIOU, Z. SEREFOGLOU, A. VYLLIOTIS, J. WILTFANG, I. SPRINGER, E. NKENKE, P. KESSLER, FW NEUKAM.
Eur J Surg Oncol 2006;32(4):455–457.
Σκοπός: Για να διευκρινιστεί η συνεισφορά των παραγόντων θρόμβωσης στην ογκογένεση, ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να διερευνήσει αν ο πολυμορφισμός C807/T807 στην αιμοπεταλιακή γλυκοπρωτεΐνη Ia (GPIa) συνεισφέρει στην ανάπτυξη του στοματικού καρκίνου. Το αλληλόμορφο T807 σχετίζεται με υψηλότερη πυκνότητα της GPIa και αυξημένη προσκόλληση του αιμοπεταλίου στο κολλαγόνο τύπου I του στρώματος, που προκαλεί μεγαλύτερο κίνδυνο για θρόμβωση.
Μέθοδος: Ο πολυμορφισμός C807/T807 διερευνήθηκε σε δείγματα DNA 110 Γερμανών και Ελλήνων ασθενών με καρκίνο του στόματος και 114 υγιών μαρτύρων αντίστοιχης εθνικότητας, ηλικίας και φύλου, με την ειδική για το αλληλόμορφο αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) και ακολούθησε ηλεκτροφορητική ανάλυση.
Αποτελέσματα: Οι ομοζυγώτες με το μεταλλαγμένο αλληλόμορφο T807 ήταν σημαντικά αυξημένοι στην ομάδα των ασθενών, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (Ρ<0.001). Εν τούτοις, αυτή η αύξηση των ομοζυγωτών δεν επηρέασε τη συνολική συχνότητα του μεταλλαγμένου αλληλομόρφου και των φορέων του, η οποία δε διέφερε σε βαθμό στατιστικά σημαντικό ανάμεσα στις δύο ομάδες. Στατιστικά σημαντικά αυξημένη συχνότητα των μεταλλαγμένων αλληλίων συγκριτικά με τα αντίστοιχα στην ομάδα ελέγχου παρατηρήθηκε μόνο στην υποομάδα των ασθενών με θετικό ιστορικό καρκίνου (Ρ<0.01).
Συμπεράσματα: Τα ληφθέντα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο πολυμορφισμός C807/T807 αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα που συνεισφέρει ελάχιστα στην αύξηση του κινδύνου για καρκίνο του στόματος.
114. Determination of facial symmetry in unilateral cleft lip and pal
5. Plasminogen activator inhibitor–1 polymorphism is associated with increased risk for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, Z. SEREFOGLOU, A. VYLLIOTIS, J. RIES, E. NKENKE, J. WILTFANG, S. DERKA, S. VASSILIOU, I. SPRINGER, P. KESSLER, FW NEUKAM.
Oral Oncol 2006;42(9):888–892.
Ο καρκίνος του στόματος προκύπτει από πολλαπλά γενετικά γεγονότα που περιλαμβάνουν τα υπεύθυνα γονίδια για τους παράγοντες που σχετίζονται με την αγγειογένεση και τη θρόμβωση. Ο αναστολέας–1 του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου (PAI–1) είναι μια πρωτεΐνη που ενοχοποιείται τόσο για τη θρομβοφιλία όσο και για τον καρκίνο. Ο PAI–1 ελέγχει την ενεργοποίηση της ινωδόλυσης, της πρωτεόλυσης του εξωκυτταρίου στρώματος, την προσκόλληση του κυττάρου και την αγγειογένεση. Ένας συνήθης πολυμορφισμός 4G/5G στην προαγωγική περιοχή του γονιδίου PAI–1 επηρεάζει σημαντικά την εκφραστικότητα του. Για να διερευνηθεί αν ο πολυμορφισμός 4G/5G συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο για στοματικό καρκίνο, μελετήσαμε δείγματα 104 Ελλήνων και Γερμανών ασθενών και 106 υγιών μαρτύρων αντίστοιχης εθνικότητας, ηλικίας και φύλου. Στην ομάδα των ασθενών οι συχνότητες του μεταλλαγμένου αλληλομόρφου 4G (65.9%) και των φορέων αυτού (88.5%) ήταν σημαντικά αυξημένες συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (49.5% και 69.8% αντίστοιχα, Ρ<0.01). Η διαφορά στις συχνότητες ήταν μεγαλύτερη στις υποομάδες των ασθενών με θετικό οικογενειακό ιστορικό για θρομβοφιλία παρά σε εκείνες που είχαν ιστορικό μόνο καρκίνου (Ρ<0.001%). Είναι ενδιαφέρον ότι στις υποομάδες των ασθενών με καρκίνο σταδίου I και II αμφότερες οι συχνότητες ήταν σημαντικά αυξημένες συγκριτικά με τις ισοδύναμες ομάδες στην ομάδα ελέγχου (Ρ<0.001), ενώ δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά στις υποομάδες με στάδιο καρκίνου III και IV. Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι το μεταλλαγμένο αλληλόμορφο 4G, το οποίο οδηγεί σε υψηλότερη εκφραστικότητα του γονίδιου PAI–1, αποτελεί ένα μείζονα προδιαθεσικό παράγοντα για τα αρχικά στάδια της ογκογένεσης στη στοματική περιοχή. Πιθανόν η αύξηση του PAI–1 φαίνεται να ελέγχει την ανάπτυξη του στοματικού καρκίνου μέσω της ρύθμισης του μηχανισμού της κυτταρικής αποκόλλησης και μειώνει την περαιτέρω ανάπτυξη του όγκου μέσω καταστολής της αγγείωσης.
6. The co–expression of c–myc and p53 increases and reaches a plateau early in oral oncogenesis. ----- PAPAKOSTA, E. VAIRAKTARIS, A. VYLLIOTIS, S. DERKA, E. NKENKE, S. VASSILIOU, A. LAZARIS, C. MOUROUZIS, G. RALLIS, S. SPYRIDONIDOU, S. ANAGNOSTOPOULOU, D. PERREA, I. DONTA, C. YAPIJAKIS, E.PATSOURIS.
Anticancer Res 2006;26(4B):2957–2962.
Το ογκοκατασταλτικό γονίδιο p53 και το ογκογονίδιο c–myc, τα οποία έχουν σημαντική επίδραση στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και στην απόπτωση, φαίνεται να παίζουν κριτικό ρόλο στη γένεση του στοματικού καρκίνου, τόσο χωριστά το καθένα όσο και με κοινή δράση. Σ’ αυτή τη μελέτη εξετάστηκε η έκφραση αυτών των ρυθμιστικών γονιδίων σε διαδοχικά ιστολογικά στάδια καρκινογένεσης στο στόμα σ’ ένα πειραματικό μοντέλο. Τριάντα επτά άρρενα Syrian golden hamsters διαχωρίστηκαν σε τρεις πειραματικές ομάδες Α, Β και C και μια ομάδα ελέγχου. Στον αριστερό παρειακό μάρσιπο των ζώων στις ομάδες Α, Β και C έγινε επάλειψη τρεις φορές την εβδομάδα, για 14 συνολικά εβδομάδες, με καρκινογόνο (9, 10–διμεθυλ–1,2 βενζανθρακένιο 0.5%) και ακολούθως έγινε εκτομή την 10η, 14η και 19η εβδομάδα αντίστοιχα. Στον αριστερό παρειακό μάρσιπο των ζώων στην ομάδα ελέγχου έγινε εκτομή μετά τη 10η εβδομάδα, χωρίς να έχει εκτεθεί προηγουμένως ο μάρσιπος σε καρκινογόνο. Οι βιοψίες ταξινομήθηκαν ιστοπαθολογικά ως εξής: φυσιολογική, υπεκεράτωση, υπερπλασία (υπερακάνθωση), δυσπλασία, πρώιμη διήθηση, υψηλής ή χαμηλής διαφοροποίησης καρκίνωμα. Παρατηρήθηκε μία πρόοδος της ιστολογικής κατάστασης από την ομάδα ελέγχου μέχρι την ομάδα C. Σε όλες τις βιοψίες έγινε ανοσοϊστοχημική διερεύνηση των p53 και c–myc και ακολούθως στατιστική ανάλυση ανά ομάδα σε κάθε ιστολογικό στάδιο. Η εκφραστικότητα των p53 και c–myc αυξήθηκε σημαντικά στα προκαρκινικά στάδια της υπερπλασίας και της δυσπλασίας συγκριτικά με το φυσιολογικό βλεννογόνο και έφτασε σ’ ένα σταθερό επίπεδο. Ανάλογη σημαντική αύξηση των θετικών κυττάρων ως προς τα p53 και c–myc παρατηρήθηκε στην ομάδα Α, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Παρόλα αυτά, βρέθηκε μια σημαντική μείωση στην ομάδα C σε σύγκριση με την ομάδα Β. Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων δείχνει μια συσχέτιση των πρωτεϊνών p53 και c–myc με τα πρώιμα στάδια του στοματικού καρκίνου, ενώ το γονίδιο c–myc φαίνεται να καταστέλλεται στα τελικά στάδια. Θα πρέπει να διευκρινιστεί αν η συνέκφραση αυτών των γονιδίων είναι το αποτέλεσμα της ενεργοποίησης του p53 από το c–myc ή υπάρχουν παράλληλα ανεξάρτητα γεγονότα κατά τη διάρκεια της στοματικής καρκινογένεσης.
7. Strong association of interleukin – 6 – 174 G-to-C promoter polymorphism with increased risk for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, A. YIANNOPOULOS, A. VYLLIOTIS, C. YAPIJAKIS, S. DERKA, S. VASSILIOU, E. NKENKE, Z. SEREFOGLOU, V. RAGOS, C. TSIGRIS, E. VORRIS, E. CRITSELIS, D. AVGOUSTIDIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Int J Biol Marker 2006;21(4):246–250.
Υπόβαθρο: Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσης του αναστολέα της αγγειογένεσης ιντερλευκίνης –18 (IL–18) με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στόματος, υπό το πρίσμα της προσφάτως ευρεθείσας συμβολής των κυτταροκινών στην καρκινογένεση. Υλικό και Μέθοδος: Μελετήθηκε ο πολυμορφισμός –607 A/G στην περιοχή του εκκινητή του γονιδίου IL–18, ο οποίος επηρεάζει τη μεταγραφή του, σε 149 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος και 89 αντίστοιχους υγιείς μάρτυρες. Αποτελέσματα: Οι ευρεθείσες συχνότητες φορέων και αλληλομόρφων για το χαμηλής έκφρασης αλληλόμορφο Α δεν ήταν σημαντικά διαφορετικές στους ασθενείς σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (63.1% έναντι 60.7%, P=0.78 και 40.9% έναντι 42.7%, P=0.77, αντίστοιχα). Η ίδια μη σημαντική στατιστικά διαφορά, παρατηρήθηκε στις υποομάδες των ασθενών που αφορούσαν στο στάδιο του καρκίνου, στο οικογενειακό ιστορικό καρκίνου ή θρόμβωσης καθώς και στις συνήθειες κατάχρησης αλκοόλ ή καπνού. Συμπέρασμα: Παρά τον ήδη γνωστό ανασταλτικό ρόλο της IL–18 στην αγγειογένεση, η έκφραση του γονιδίου IL–18 δεν είναι παράγοντας που συμβάλλει στη στοματική ογκογένεση.
8. FGFR–2 and –3 play an important role in initial stages of oral oncogenesis. ----- VAIRAKTARIS, V. RAGOS, C. YAPIJAKIS, S. DERKA, S. VASSILIOU, E. NKENKE, A. YANNOPOULOS, S. SPYRIDONIDOU, A. VYLLIOTIS, V. PAPAKOSTA, S. LOUKERI, A. LAZARIS, C. TESSEROMATIS, C. TSIGRIS, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2006;26(6B):4217–4221.
Σκοπός: Τα γονίδια FGFR–2 και FGFR–3 διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλές διαδικασίες μεταξύ των οποίων και στην καρκινογένεση. Αυτή η μελέτη σχεδιάστηκε προκειμένου να προσδιοριστεί η βαθμιαία έκφραση των FGFR–2 και FGFR–3 σε διαδοχικά στάδια της καρκινογένεσης στη στοματική κοιλότητα σε Syrian golden hamsters. Μεθοδολογία: Μελετήθηκαν ιστολογικές τομές που κυμαίνονταν από φυσιολογικό βλενογόννο έως και ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα εναντίον των πρωτεϊνών FGFR–2 και FGFR–3. Αποτελέσματα: Καταδείχθηκε μία σημαντική αύξηση της έκφρασης των γονιδίων FGFR–2 και FGFR–3 κατά τα στάδια της δυσπλασίας και αρχικής διήθησης, ενώ στα επόμενα στάδια της καρκινογένεσης στη στοματική κοιλότητα η έκφραση των δύο γονιδίων μειώθηκε όχι όμως σε σημαντικό βαθμό. Συμπεράσματα: Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι οι πρωτεϊνες FGFR–2 και FGFR–3 φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στα αρχικά στάδια της εξέλιξης του καρκίνου στη στοματική κοιλότητα.
9. Diabetes may increase risk for oral cancer through the insulin receptor substrate–1 and focal adhesion kinase pathway. ----- GOUTZANIS, E.VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, N. KAVANTZAS, E. NKENKE, S. DERKA, S. VASSILIOU, Y. ACIL, P. KESSLER, N. STAVRIANEAS, D. PERREA, I.
Oral Oncol 2007;43(2):165–173.
Υπό το φως προσφάτων επιδημιολογικών μελετών που συσχετίζουν τον διαβήτη με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του στόματος, διερευνήσαμε σε διαβητικούς (τύπου I) και φυσιολογικούς αρουραίους με προκλητό ακανθοκυτταρικό καρκίνο του στόματος, εάν η μοριακή βάση για αυτή την πιθανή συσχέτιση περιλαμβάνει το υπόστρωμα του υποδοχέα ινσουλίνης–1 (IRS–1) και την κινάση εστιακής πρόσδεσης (FAK). Δεκατέσσερις διαβητικοί και δώδεκα φυσιολογικοί αρουραίοι ανέπτυξαν καρκίνο μετά από εφαρμογή της ουσίας: 4–nitroquinoline–N–oxide ενώ έξι διαβητικά και έξι φυσιολογικά ζώα χρησιμοποιήθηκαν σαν ομάδες ελέγχου. Οι τομές από το στόμα μελετήθηκαν χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα έναντίον των πρωτεϊνών IRS–1 και FAK. Η έκφραση του IRS–1 ήταν σημαντικά υψηλότερη στα διαβητικά παρά στα φυσιολογικά ποντίκια, αλλά μειώθηκε στα διαβητικά ζώα με όγκο, ειδικά σε περισσότερο προχωρημένα στάδια. Η έκφραση του FAK ήταν σημαντικά μεγαλύτερη σε αρουραίους με καρκίνο σε σύγκριση με αυτούς χωρίς, ασχέτως με την ύπαρξη διαβήτη. Αυτά τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η οδός IRS–1/FAK τροποποιείται από τον διαβήτη οδηγώντας σε μείωση της κυτταρικής προσκόλλησης και πιθανόν σε αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου του στόματος.
10. Expression of ets–1 is not affected by N–ras or H–ras during oral oncogenesis. ----- VAIRAKTARIS, G. PAPAGEORGIOU, S. DERKA, P. MOULAVASSILI, E. NKENKE, P. KESSLER, S. VASSILIOU, V. PAPAKOSTA, S. SPYRIDONIDOU, A. VYLLIOTIS, AC LAZARIS, S. ANAGNOSTOPOULOU, C. MOUROUZIS, C. YAPIJAKIS, E. PATSOURIS.
J Cancer Res Clin Oncol 2007;133(4):227–233.
Σκοπός: Να διευκρινισθεί εάν η αλληλουχία γεγονότων που εμφανίζεται μετά την ενεργοποίηση του γονιδίου ras, οδηγεί σε ενεργοποίηση της έκφρασης του γονιδίου ets–1 στα διαδοχικά ιστολογικά στάδια της στοματικής ογκογένεσης σε πειραματικό μοντέλο ζώων. Μεθοδολογία: 37 Syrian golden χάμστερ διαιρέθηκαν σε τρεις πειραματικές ομάδες (Α, Β, Γ) και σε μία ομάδα ελέγχου. Οι παρειακοί θύλακοι των χάμστερ στις πειραματικές ομάδες επαλείφθηκαν με 0.5% 9, 10–dimethyl–1, 2–benzanthracene (DMBA) για 14 εβδομάδες και έγινε εκτομή τους στις 10, 14 και 19 εβδομάδες αντιστοίχως. Οι βιοψίες κατηγοριοποιήθηκαν παθολογοανατομικά (φυσιολογικός βλενογόννος, υπερκεράτωση, υπερπλασία, δυσπλασία, αρχική διήθηση, καλώς και μετρίως διαφοροποιημένο καρκίνωμα) και μελετήθηκαν ανοσοϊστοχημικά. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το Student’s t–test κατά ζεύγη για κάθε ομάδα ζώων και κάθε ιστολογική κατηγορία. Αποτελέσματα: Η έκφραση του ets–1 αυξήθηκε στα αρχικά στάδια σχηματισμού και διήθησης του στοματικού όγκου. Η έκφραση του N–ras προοδευτικά μειώθηκε κατά τη διάρκεια της στοματικής ογκογένεσης όπως προηγουμένως παρατηρήθηκε με το H–ras. Συμπεράσματα: Ούτε το N–ras ούτε το H–ras επηρεάζουν την έκφραση του ets–1 σε αντίθεση με άλλους τύπους καρκίνου στους οποίους το N–ras και το ets–1 εμπλέκονται στην ίδια οδό μεταφοράς σημάτων. Οπότε η υπάρχουσα οδός που περιλαμβάνει αυτές τις πρωτεΐνες πρέπει με κάποιο τρόπο να τροποποιείται κατά τη διάρκεια της στοματικής ογκογένεσης. Φαίνεται πως το ets–1 αποτελεί ένα καλό προγνωστικό δείκτη για την επιθετικότητα και για την εξέλιξη του καρκίνου στο στόμα.
11. The interleukin–8 (–251A/T) polymorphism is associated with increased risk for oral squamous cell carcinoma. ----- Ε. VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, Z. SEREFOGLOU, S. DERKA, S. VASSILIOU, E. NKENKE, A. VYLLIOTIS, J. WILTFANG, D. AVGOUSTIDIS, E. CRITSELIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Eur J Surg Oncol 2007;33(4):504–507.
Σκοπός: Υπό το πρίσμα της προσφάτως ευρεθείσας συμβολής αγγειο–γενετικών και φλεγμονωδών παραγόντων στην ανάπτυξη κακοηθειών, αυτή η μελέτη διερεύνησε την πιθανή σύνδεση του γονιδίου της ιντερλευκίνης–8 (IL–8) με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος. Μεθολογία: Ο πολυμορφισμός IL–8 (–251A/T), ο οποίος επηρεάζει την έκφραση του γονιδίου IL–8, αξιολογήθηκε μέσω ανάλυσης RFLP σε δείγματα DNA από 168 Γερμανούς και Έλληνες ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα και 159 υγιείς μάρτυρες αντίστοιχου φύλου, εθνικότητας και ηλικίας. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του μεταλλαγμένου αλληλόμορφου (A–251), το οποίο οδηγεί σε αυξημένη έκφραση της IL–8, στην ομάδα των ασθενών σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (P<0.001). Οι ετεροζυγώτες A/T εμφάνισαν διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος σε σύγκριση με τους ομοζυγώτες Τ/Τ (OR: 1.76, CI: 1.11–2.79). Επιπλέον, σημαντικά αυξημένες τιμές της συχνότητας του μεταλλαγμένου αλληλομόρφου παρατηρήθηκαν στην συνολική ομάδα των ασθενών καθώς και στις υποομάδες των ασθενών με ή χωρίς θετικό οικογενεικαό ιστορικό καρκίνου (P<0.05 και P<0.001, αντιστοίχως) και με ή χωρίς θετικό οικογενειακό ιστορικό θρομβοφιλίας (P<0.05 και P<0.001, αντιστοίχως). Συμπεράσματα: Υπό το φως γνωστών παρατηρήσεων που καταδεικνύουν αυξημένες τιμές της IL–8 στο πλάσμα σε διάφορους τύπους καρκίνου, συμπεριλαμβανομένου του ακανθοκυτταρικού καρκίνου του στόματος, τα ευρήματα από αυτή τη μελέτη υποδεικνύουν ότι το μεταλλαγμένο αλληλόμορφο του πολυμορφισμού –251Α/Τ μπορεί να αποτελεί έναν σημαντικό γενετικό παράγοντα για τον κίνδυνο ανάπτυξης στοματικού καρκίνου.
12. Strong association of the tissue inhibitor of metalloproteinase–2 polymorphism with an increased risk of oral squamous cell carcinoma in Europeans. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, A. YIANNOPOULOS, S. VASSILIOU, Z. SEREFOGLOU, A. VYLLIOTIS, E. NKENKE, S. DERKA, E. CRITSELIS, D. AVGOUSTIDIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Oncol Rep 2007;17(4):963–968.
Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανή συσχέτιση του πολυμορφισμού –418G/C στο γονίδιο του ιστικού αναστολέα της μεταλλοπρωτενάσης–2 (TIMP–2) με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος. Εφαρμόστηκε η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης σε δείγματα DNA 158 ασθενών με ακανθοκυτταρικό καρκίνο του στόματος και 168 υγειών μαρτύρων αντίστοιχου φύλου, ηλικίας και εθνικότητας (Έλληνες και Γερμανοί). Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του Fisher’s Exact Test. Το χαμηλής έκφρασης αλληλόμορφο C ανευρέθηκε σε δεκαπλάσια συχνότητα στους ασθενείς σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (31% αντί 2.7% αντίστοιχα, P<0.001). Τόσο ο γονότυπος C/C όσο και ο γόνοτυπος G/C σχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ακανθοκυτταρικού καρκίνου του στόματος (P<0.001, OR=40.88, 95% CI=2.24–744.40 και P<0.001, OR=21.31, 95% CI=9.82–46.21 αντίστοιχα). Αντίστοιχες πολύ σημαντικές διαφορές σε σύγκριση με τους μάρτυρες παρατηρήθηκαν στις υποκατηγορίες των ασθενών τόσο με αρχικά όσο και μεα προχωρημένα στάδια καρκίνου του στόματος, θετικό ή αρνητικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου ή θρόμβωσης καθώς και θετικό ή αρνητικό ιστορικό κατάχρησης καπνού ή αλκοόλ. Τα ευρήματα αυτά είναι συμβατά με τις μειωμένες ποσότητες του TIMP–2 που οφείλονται στο χαμηλής έκφρασης αλληλόμορφο C και οι οποίες είναι ανεπαρκείς να καταστείλουν αφενός μεν την αποδόμηση της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας από τις μεταλλοπρωτεϊνάσες, αφετέρου δε τη νεοαγγειογένεση που διαμεσολαβείται από μιτογόνους παράγοντες. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται τόσο η μετάσταση των καρκινικών κυττάρων όσο και η αύξηση του όγκου. Συμπερασματικά, ο υπό μελέτη πολυμορφισμός του TIMP–2 συνδέεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με αύξηση του κινδύνου για ακανθοκυτταρικό καρκίνο του στόματος στους Ευρωπαίους φορείς του χαμηλής έκφρασης αλληλομόρφου C. Τα αποτελέσματα αυτά καταδεικνύουν ότι ο πολυμορφισμός αυτός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης γενετικής προδιάθεσης για καρκίνο της στοματικής κοιλότητας.
13. Association of matrix metalloproteinase–1 (–1607 1G/2G) polymorphism with increased risk for oral squamous cell carcinoma. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, S. DERKA, Z. SEREFOGLOU, S. VASSILIOU, E. NKENKE, V. RAGOS, Α. VYLLIOTIS, S. SPYRIDONIDOU, C. TSIGRIS, A. YANNOPOULOS, C. TESSEROMATIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2007;27(1A):459–464.
Σκοπός αυτής της μελέτης ήταν η διερεύνηση της πιθανής σχέσης της μεταλλοπρωτεϊνάσης–1 της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας MMP–1 (Μatrix Μetalloproteinase–1) με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος, υπό το πρίσμα της προσφάτως ευρεθείσας συμβολής αγγειογενετικών και θρομβωτικών παραγόντων στην ανάπτυξη κακοηθειών. Για το λόγο αυτό εξετάσαμε τον πολυμορφισμό 1G/2G στο γονίδιο MMP–1, ο οποίος και επηρεάζει την έκφρασή του, σε 166 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος και 150 υγιείς μάρτυρες αντίστοιχης εθνικότητας, φύλου και ηλικίας (Έλληνες και Γερμανούς). Η συχνότητα του υψηλής έκφρασης 2G αλληλομόρφου ήταν παρόμοια τόσο στους ασθενείς όσο και στην ομάδα ελέγχου. Στατιστικά σημαντικά αυξημένες συχνότητες των ομοζυγωτών 2G/2G και των ετεροζυγωτών 1G/2G παρατηρήθηκαν μόνο στους ασθενείς με θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (P<0.01). Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι παρόλο που ο πολυμορφισμός του MMP–1 έχει ήδη συσχετιστεί με διάφορους τύπους καρκίνου, δεν αποτελεί κύριο παράγοντα της καρκινογένεσης του στόματος στους Ευρωπαίους.
14. The low VEGF production allele of the +936C/T polymorphism is strongly associated with increased risk for oral cancer. ----- YAPIJAKIS, E. VAIRAKTARIS, S. VASSILIOU, A. VYLLIOTIS, E. NKENKE, AM NIXON, S. DERKA, S. SPYRIDONIDOU, E. VORRIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
J Cancer Res Clin Oncol 2007;133(10):787–791.
Σκοπός: Έχοντας υπ’όψιν τον καλά μελετημένο ρόλο του αγγειακού ενδοθηλιακού παράγοντα αύξησης (VEGF) στην αγγειογένεση όγκων σε αρκετούς τύπους καρκίνου και τον μη εξακριβωμένο ρόλο της στη στοματική ογκογένεση, ερευνήσαμε την πιθανή σχέση του γενετικού πολυμορφισμού +936 C/T ο οποίος επηρεάζει την έκφραση του γονιδίου που κωδικοποιεί για τον παράγοντα VEGF, με τον κίνδυνο ανάπτυξης ακανθοκυτταρικού καρκίνου του στόματος. Μεθοδολογία: Μελετήσαμε τις συχνότητες των αλληλομόρφων του πολυμορφισμού +936 C/T σε δείγματα DNA 144 ασθενών με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος και 153 υγειών μαρτύρων με αντιστοιχία ηλικίας, φύλου και εθνικότητας, χρησιμοποιώντας ανάλυση πολυμορφισμών μήκους περιοριστικών τμημάτων. Αποτελέσματα: Το χαμηλής έκφρασης αλληλόμορφο T εμφάνισε σημαντικά αυξημένη συχνότητα στην ομάδα των ασθενών σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (P = 0.008), λόγω της σημαντικής παρουσίας C/T ετεροζυγωτών σε σύγκριση με C/C ομοζυγώτες (P=0.007). Η ίδια εικόνα παρατηρήθηκε και στις περισσότερες υποομάδες των ασθενών και ήταν ιδιαιτέρως εμφανής στους ασθενείς με θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου (P=0.001). Ενδιαφέρον παρουσίασε το γεγονός ότι η αύξηση αυτή στη συχνότητα του T αλληλομόρφου παρουσιάστηκε μόνο στους ασθενείς με στάδια I και II καρκίνου στόματος (P=0.006). Συμπεράσματα: Αυτή η εργασία καταδεικνύει ξεκάθαρα ότι το T–αλληλόμορφο το οποίο ευθύνεται για την χαμηλή παραγωγή VEGF, συνδέεται ισχυρά με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης ακανθοκυτταρικού καρκίνου του στόματος. Επιπροσθέτως, η εντυπωσιακή αύξηση της συχνότητας του T αλληλομόρφου στους ασθενείς με θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου υποδηλώνει ότι αυτό το αλληλόμορφο πιθανόν να συνδέεται και με άλλες κακοήθειες. Επιπλέον, το γεγονός ότι η αύξηση αυτή παρατηρήθηκε μόνο σε ασθενείς με αρχικά στάδια καρκίνου, υποδηλώνει ότι η χαμηλή ποσότητα του παράγοντα VEGF ίσως εμποδίζει τα επακόλουθα στάδια της ογκογένεσης. Τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να οφείλονται είτε στις μη γνωστές ως τώρα ιδιότητες του πολυμορφισμού +936 C/T, είτε σε μία ισχυρή σύνδεση ανισορροπίας ανάμεσα σε αυτόν τον πολυμορφισμό και σε άλλον γενετικό τόπο.
15. Diabetes alters expression of p53 and c–myc in different stages of oral oncogenesis. ----- VAIRAKTARIS, G. KALOKERINOS, L. GOUTZANIS, S. SPYRIDONIDOU, S. VASSILIOU, S. DERKA, E. NKENKE, C. YAPIJAKIS, A. VYLLIOTIS, A. LAZARIS, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2007;27(3B):1465–1473.
Υπόβαθρο: Ερευνήθηκε η έκφραση του αναστολέα όγκων p53 και του ογκογονιδίου c–myc σε ένα πειραματικό μοντέλο χημικά προκληθείσας καρκινογένεσης σε φυσιολογικούς και διαβητικούς (τύπου Ι) αρουραίους Sprague–Dawley. Μεθοδολογία: Μελετήθηκαν ιστολογικές τομές που κυμαίνονταν από φυσιολογικό βλεννογόνο έως μέτρια διαφοροποιημένο ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα εναντίον των μεταλλαγμένων πρωτεϊνών p53 και c–myc. Αποτελέσματα: Από το στάδιο της υπερπλασίας έως τα απώτερα στάδια της στοματικής ογκογένεσης, η έκφραση της μεταλλαγμένης πρωτεΐνης p53 ανιχνεύθηκε σε υψηλότερες τιμές στους διαβητικούς αρουραίους σε σύγκριση με τα φυσιολογικά ζώα, αν και υπήρχε παρόμοιο πρότυπο έκφρασης στις δύο ομάδες ζώων. Σε αντίθεση, η έκφραση της πρωτεΐνης c–myc εμφανίστηκε σημαντικά υψηλότερη στους διαβητικούς αρουραίους σε σύγκριση με τα φυσιολογικά ζώα μόνο στον φυσιολογικό βλεννογόνο και στο στάδιο της υπερπλασίας. Συμπέρασμα: Φαίνεται ότι ο διαβήτης συνέβαλε στην αυξημένη συγκέντρωση μεταλλαγών στο γονίδιο της πρωτεΐνης p53 συμβάλλοντας σε αυξημένο πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων κατά τη διάρκεια της στοματικής ογκογένεσης. Επιπλέον, ο διαβήτης εμφανίστηκε να επηρεάζει την έκφραση του γονιδίου της πρωτεΐνης c–myc μόνο στα αρχικά στάδια της στοματικής ογκογένεσης.
16. The 1040 C/T polymorphism influencing thermal stability and activity of thrombin activatable fibrinolysis inhibitor (TAFI) is associated with risk for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, E. NKENKE, S. VASSILIOU, A. VYLLIOTIS, AM NIXON, S. DERKA, V. RAGOS, S. SPYRIDONIDOU, C. TSIGRIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Am J Hematol 2007;82(11):1010–1012.
Έως σήμερα καμία εργασία δεν έχει μελετήσει τη συμβολή του ενεργοποιούμενου από τη θρομβίνη αναστολέα της ινωδόλυσης (TAFI) στη στοματική ογκογένεση. Στην παρούσα εργασία μελετήσαμε τον πολυμορφισμό 1040 C/T που σχετίζεται με τη δράση του παράγοντα TAFI σε δείγμα 150 ασθενών και 138 υγειών μαρτύρων με αντιστοιχία ηλικίας, φύλου και εθνικότητας. Η συχνότητα του υψηλής ενεργότητας T αλληλομόρφου, παρατηρήθηκε σημαντικά μειωμένη στους ασθενείς σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (28.7% έναντι 37.0%, P < 0.05). Οι T/T ομοζυγώτες εμφάνισαν περίπου τις μισές πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο στόματος (OR: 0.39, 95% CI: 0.13–1.14), ενώ καμία στατιστική διαφορά δεν παρατηρήθηκε στους C/T ετεροζυγώτες, Η μεγάλη προφυλακτική δράση της αυξημένης ενεργότητας του TAFI ίσως προέρχεται από την μείωση της πλασμίνης και την αναστολή της διάλυσης της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας.
17.High gene expression of matrix metalloproteinase–7 is associated with early stages of oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, Z. SEREFOGLOU, C. YAPIJAKIS, A. VYLLIOTIS, E. NKENKE, S. DERKA, S. VASSILIOU, D. AVGOUSTIDIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2007;27(4B):2493–2498.
Υπόβαθρο: Υπό το πρίσμα της προσφάτως ευρεθείσας συμβολής των μεταλλοπρωτεϊνασών στη στοματική ογκογένεση, ερευνήσαμε τη σχέση της μεταλλοπρωτεϊνάσης–7 της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας (MMP–7) με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος. Μεθοδολογία: Μελετήσαμε τον πολυμορφισμό –181 A/G του γονιδίου της MMP–7 σε 159 Γερμανούς και Έλληνες ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος και 120 υγιείς μάρτυρες αντίστοιχου φύλου και εθνικότητας. Αποτελέσματα: Η ευρεθείσα συχνότητα φορέων του υψηλής έκφρασης αλληλομόρφου G ήταν σημαντικά αυξημένη στους ασθενείς σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (74.8% αντί 61.7%, P = 0.0257). Αυτή η σημαντική διαφορά ήταν περισσότερο εμφανής στους ασθενείς με αρχικά στάδια καρκίνου και απούσα σε αυτούς με προχωρημένα στάδια. Οι A/G ετεροζυγώτες εμφάνισαν διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου στόματος αρχικού σταδίου (OR 2.07, 95%, CI 1.17–3.67) από τους ομοζυγώτες A/A. Συμπέρασμα: Η έκφραση του γονιδίου MMP–7 συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης μόνο αρχικών σταδίων καρκίνου στόματος, πιθανότατα λόγω της ανασταλτικής δράσης της μεταλλοπρωτεϊνάσης–7 στην αγγειογένεση.
18. Expression of cell cycle regulator p16 is not affected by diabetes during oral oncogenesis. ----- E. VAIRAKTARIS, GOUTZANIS, E. NKENKE, S. SPYRIDONIDOU, S. VASSILIOU S. DERKA, A. VYLLIOTIS, C. YAPIJAKIS, A. LAZARIS, P. STRANTZIAS, E. KALIMERAS, E. PATSOURIS.
In Vivo 2007;21(5):745–750.
Υπόβαθρο: Η πρωτεΐνη καταστολής όγκων p16 έχει ζωτικό ρόλο στη ρύθμιση του κυτταρικού κύκλου. Η έκφραση της πρωτεΐνης p16 ερευνήθηκε σε ένα πειραματικό μοντέλο χημικά προκληθείσας καρκινογένεσης σε φυσιολογικούς και διαβητικούς (τύπου Ι) αρουραίους Sprague–Dawley. Μεθοδολογία: Μελετήθηκαν με ανοσοϊστοχημική μέθοδο ιστολογικές τομές που κυμαίνονταν από φυσιολογικό στοματικό βλεννογόνο έως μέτρια διαφοροποιημένο ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος. Αποτελέσματα: Στους φυσιολογικούς αρουραίους η έκφραση της πρωτεΐνης p16 αυξήθηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια της στοματικής ογκογένεσης, όμως σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε μόνο στο μέτρια διαφοροποιημένο ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος (P=0.038). Σε αντίθεση, στους διαβητικούς αρουραίους η ευρεθείσα σταδιακή αύξηση ήταν σημαντική στην υπερπλασία, δυσπλασία, αρχόμενη διήθηση και στο καλά διαφοροποιημένο ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα (P<0.001). Παρόλα αυτά δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στην έκφραση της πρωτεΐνης p16 κατά τη διάρκεια της στοματικής ογκογένεσης ανάμεσα στα φυσιολογικά και στα διαβητικά ζώα. Συμπεράσματα: Φαίνεται ότι η έκφραση του ρυθμιστή του κυτταρικού κύκλου p16 δεν επηρεάζεται από τον διαβήτη στο υπό μελέτη ζωικό μοντέλο στοματικής ογκογένεσης.
19. Diabetes Does Not Influence Oral Oncogenesis Through Fibroblast Growth Factor Receptors. ----- VAIRAKTARIS, L. GOUTZANIS, E. NKENKE, S. SPYRIDONIDOU, S. VASSILIOU, S. DERKA, A. VYLLIOTIS, C. YAPIJAKIS, AC LAZARIS, P. STRANTZIAS, E. KALIMERAS, E. PATSOURIS.
In Vivo 2007;21(4):623–628.
Υπόβαθρο: Προσφάτως έχει περιγραφεί η αυξημένη έκφραση των παραγόντων αύξησης των ινοβλαστών (FGFRs) και των υποδοχέων τους στο ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος. Επιπλέον, έχουμε περιγράψει σε προηγούμενες εργασίες μας μία πιθανή μοριακή βάση που συνδέει τον καρκίνο του στόματος με τον διαβήτη. Στην παρούσα εργασία ερευνήθηκε η έκφραση των πρωτεϊνών FGFR–2 και FGFR–3 σε ένα πειραματικό μοντέλο χημικά προκληθείσας καρκινογένεσης σε φυσιολογικούς και διαβητικούς (τύπου Ι) αρουραίους. Μεθοδολογία: Μελετήθηκαν ιστολογικές τομές που κυμαίνονταν από φυσιολογικό βλεννογόνο έως μέτρια διαφοροποιημένο ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος, χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα εναντίον των πρωτεϊνών FGFR–2 και FGFR–3. Αποτελέσματα: Ένα παρόμοιο πρότυπο αυξημένης έκφρασης των παραγόντων FGFR–2 και FGFR–3 παρατηρήθηκε στα αρχικά στάδια της ογκογένεσης τόσο στα διαβητικά όσο και στα μη διαβητικά ζώα. Στα τελευταία στάδια της στοματικής ογκογένεσης η έκφραση των δύο πρωτεϊνών παρέμεινε σχετικά σταθερή. Συμπεράσματα: Φαίνεται ότι ο διαβήτης δεν επηρεάζει το πρότυπο έκφρασης των πρωτεϊνών FGFR–2 και FGFR–3 στα διάφορα στάδια της στοματικής ογκογένεσης.
20. Association of angiotensin–converting enzyme gene insertion / deletion polymorphism with increased risk for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, C. TSIGRIS, S. VASSILIOU, S. DERKA, E. NKENKE, S. SPYRIDONIDOU, A. VYLLIOTIS, E. VORRIS, V. RAGOS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Acta Oncol 2007;46(8):1097–1102.
Εισαγωγή: Υπό το φως της πρόσφατης ευρεθείσας συμβολής παραγόντων σχετιζόμενων με τη θρόμβωση και τη φλεγμονή στην καρκινογένεση, ερευνήσαμε την πιθανή σχέση του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης–Ι (ACE) με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος. Μεθοδολογία: Μελετήσαμε τον πολυμορφισμό εισαγωγής/διαγραφής (I/D) στο γονίδιο της πρωτεΐνης ACE, ο οποίος επηρεάζει την μεταγραφή του σε δείγματα DNA από 160 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα και 153 υγειών μαρτύρων αντίστοιχης εθνικότητας, ηλικίας και φύλου. Αποτελέσματα: Η συχνότητα του Ι αλληλομόρφου ανευρέθηκε σημαντικά αυξημένη στους ασθενείς σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (40,6% έναντι 27,5% αντίστοιχα, P<0.001). Οι Ι/Ι ομοζυγώτες εμφάνισαν τριπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος (OR: 3.17, 95% CI: 1.32–7.61) ασχέτως από τις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ και καπνού, αρχόμενου ή προχωρημένου σταδίου καρκίνου, παρουσίας ή απουσία οικογενειακού ιστορικού καρκίνου ή θρομβοφιλίας (Fischer’s exact test p values <0.05). Συμπεράσματα: Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι ο πολυμορφισμός I/D, επηρεάζοντας την έκφραση του γονιδίου του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης–Ι, συνδέεται με την εξέλιξη της στοματικής ογκογένεσης.
21. Increased risk for oral cancer is associated with coagulation factor XIII but not with factor XII. ----- VAIRAKTARIS, S. VASSILIOU, C. YAPIJAKIS, S. SPYRIDONIDOU, A. VYLLIOTIS, S. DERKA, E. NKENKE, G. FOURTOUNIS, F. NEUKAM, E. PATSOURIS.
Oncol Rep 2007;18(6):1537–1543.
Σκοπός: Υπό το φως της προσφάτως ευρεθείσας συμβολής στην καρκινογένεση παραγόντων που σχετίζονται με τις διαδικασίες της θρόμβωσης και της φλεγμονής, ερευνήσαμε την πιθανή σχέση των παραγόντων πήξης XII και XIII με πιθανή αύξηση του κινδύνου για καρκίνο του στόματος. Μεθοδολογία: Σε δείγματα DNA από ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος και υγειών μαρτύρων συγκρίσιμης εθνικότητας, ηλικίας και φύλου, μελετήσαμε τον πολυμορφισμό C46T στο γονίδιο του παράγοντα XII ο οποίος και επηρεάζει τη μεταγραφή του γονιδίου αυτού, καθώς και τον πολυμορφισμό V34L στο γονίδιο του παράγοντα XIII ο οποίος επηρεάζει την ενζυμική δραστηριότητα του παράγοντα αυτού και οδηγεί σε τροποποποίηση της δομής του δικτύου του ινώδους. Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στους γονότυπους και στις συχνότητες των μεταλλαγμένων αλληλομόρφων του πολυμορφισμού C46T στο γονίδιο του παράγοντα XII ανάμεσα στους ασθενείς και στην ομάδα ελέγχου. Αντίθετα, τα δεδομένα από τον πολυμορφισμό V34L στο γονίδιο του παράγοντα XIII αποκάλυψαν μια σημαντική αύξηση στη συχνότητα του L αλληλομόρφουη οποία οδηγεί σε λεπτότερο δίκτυο ινώδους στην ομάδα των ασθενών σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (33.1% έναντι 22.2% αντίστοιχα, Fischer’s exact test P value <0.05). Επιπροσθέτως, οι L/L ομοζυγώτες εμφάνισαν τριπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος (OR: 2.893, 95% CI: 1.056–7.890), ενώ στους V/L ετεροζυγώτες παρατηρήθηκε διπλάσιος κίνδυνος (OR: 1.868, 95% CI: 1.126–3.101). Σημαντικά αυξημένη συχνότητα του L αλληλομόρφου παρατηρήθηκε επίσης στις υποομάδες των ασθενών χωρίς οικογενειακό ιστορικό θρομβοφιλίας ή καρκίνου, με ή χωρίς κατά χρηση καπνού και χωρίς κατάχρηση αλκοόλ (P<0.05). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, μόνο στους ασθενείς με αρχικά στάδια καρκίνου Ι και ΙΙ σημειώθηκε αύξηση στη συχνότητα των L αλληλομόρφων και όχι στους ασθενείς με στάδια καρκίνου III και IV. Συμπεράσματα: Αυτά τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η παρουσία του L αλληλομόρφου συνδέεται στενά με τη γένεση του στοματικού καρκίνου αλλά όχι με την περαιτέρω εξέλιξή του και τη μετάσταση. Παρουσία του L αλληλομόρφου, το δίκτυο του ινώδους συντίθεται από λεπτές ίνες, είναι λιγότερο πορώδες και διευκολύνει τη δημιουργία στοιβάδας καρκινικών κυττάρων και επομένως τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων του όγκου.
Παραταύτα αυτό το πιο λεπτό και λιγότερο πορώδες δίκτυο καταστέλλει την κυτταρική μετανάστευση.
22. Evaluation of apoptosis in nasal and buccal cells of septic patients. ----- VASSILIOU, C. YAPIJAKIS, S. DERKA, C. TESSEROMATIS, A. PSYRRI, P. ANTONAKAKIS, L. GOUTZANIS, M. KONSTADOULAKIS, G. ANDROULAKIS, E. VAIRAKTARIS.
In Vivo 2007;21(5):901–904.
Υπόβαθρο: Η αναστολή της απόπτωσης των πνευμονικών κυττάρων στο βρογχοπνευμονικό δέντρο σηπτικών ασθενών, ίσως έχει προγνωστική αξία για τη βαρύτητα της σήψης. Η παρούσα μελέτη αξιολόγησε την απόπτωση στον ρινικό και παρειακό βλεννογόνο σηπτικών ασθενών σαν εναλλακτική και λιγότερο επεμβατική προσέγγιση για τη μελέτη των κυττάρων που λαμβάνουν μέρος στη φλεγμονή των βρόγχων. Μεθοδολογία: Σχεδιάστηκε μία μελέτη προοπτικού τύπου. Επιχρίσματα της ρινός και της παρειάς ελήφθησαν από 20 αλλεπάλληλους ασθενείς, οι οποίοι εισήχθησαν σε δύο μονάδες εντατικής θεραπείας. Την ομάδα ελέγχου αποτέλεσαν 24 ασθενείς οι οποίοι ήταν προγραμματισμένοι να χειρουργηθούν για καρκίνο του παχέος εντέρου ή για λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Η απόπτωση αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας τη μέθοδο TUNEL, ενώ η έκφραση των γονιδίων BCL–2 και BAX αξιολογήθηκε με ανοσοϊστοχημική μέθοδο. Αποτελέσματα: Ανιχνεύθηκε σημαντικά ελαττωμένη απόπτωση στον ρινικό βλεννογόνο των σηπτικών ασθενών σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (P=0.043) μόνο με τη μέθοδο TUNEL. Συμπεράσματα: Παρατηρήθηκε ελάττωση της απόπτωσης κατά τη σήψη στον ρινικό βλεννογόνο, ένα εύρημα το οποίο ήταν σε συμφωνία με τη μειωμένη απόπτωση στους πνεύμονες των σηπτικών ασθενών. Σε αντίθεση όμως με τους σηπτικούς πνεύμονες, ο υποκείμενος μηχανισμός ο οποίος οδηγεί σε απόπτωση στον ρινικό βλεννογόνο δεν σχετιζόταν με την έκφραση των δύο συνδεδεμένων με την απόπτωση γονιδίων BCL–2 και BAX.
23. The interleukin–1 beta gene polymorphism +3953 C/T is not associated with risk for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, Z. SEREFOGLOU, C. YAPIJAKIS, P. STATHOPOULOS, S. VASSILIOU, S. DERKA, E. NKENKE, A. VYLLIOTIS, V. RAGOS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2007;27(6):3981–3986.
Υπόβαθρο: Αυξημένες τιμές της ιντερλευκίνης–1β (IL–1β) έχουν περιγραφεί από άλλες μελέτες στον ορό ασθενών με καρκίνο του στόματος. Υπό το πρίσμα της γνωστής συμβολής άλλων ιντερλευκινών στην ανάπτυξη του καρκίνου του στόματος, αυτή η μελέτη ερεύνησε αν ο πολυμορφισμός +3953 C/T στο γονίδιο της IL–1β σχετίζεται με αυτή την κακοήθεια. Μεθοδολογία: Ο πολυμορφισμός +3953 C/T μελετήθηκε σε δείγματα DNA από 108 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα και 156 υγιείς μάρτυρες. Αποτελέσματα: Οι ευρεθείσες συχνότητες για το υψηλής έκφρασης αλληλόμορφο T και για τους φορείς αυτού στην ομάδα ελέγχου ήταν 28,8% και 48.1% αντίστοιχα. Στους ασθενείς παρατηρήθηκε μία μικρή πτώση των συχνοτήτων αυτών (24.1% και 38.9% αντίστοιχα), αλλά τα ευρήματα αυτά δεν ήταν στατιστικά σημαντικά. Το ίδιο πρότυπο παρατηρήθηκε και στις υποομάδες των ασθενών που αφορούσαν το στάδιο του όγκου, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου ή θρόμβωσης καθώς και τις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ και καπνού. Συμπεράσματα: Ο πολυμορφισμός +3953 C/T δε σχετίζεται με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος. Φαίνεται ότι η ιντερλευκίνη–1β δεν διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στη στοματική ογκογένεση, παρόλο που άλλες ιντερλευκίνες που ήδη έχουν σχετιστεί με αυτή την κακοήθεια ασκούν προέχουσα δράση στη διαδικασία αυτή.
24. A metalloproteinase–13 polymorphism affecting its gene expression is associated with advanced stages of oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, E. NKENKE, ZC SEREFOGLOU, A. CHATZITHEOFYLAKTOU, S. VASSILIOU, S. DERKA, A. VYLLIOTIS, D. PERREA, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2007;27(6):4027–4030.
Υπόβαθρό: Υπό το φως της ήδη γνωστής συμβολής άλλων μεταλλοπρωτεϊνασών στην ανάπτυξη του καρκίνου του στόματος, αυτή η εργασία ερεύνησε την πιθανή σχέση του πολυμορφισμού –77A/G στο γονίδιο της μεταλλοπρωτεϊνάσης–13 (MMP–13) με την κακοήθεια αυτή. Μεθοδολογία: Ο πολυμορφισμός –77A/G ο οποίος επηρεάζει τη μεταγραφή του γονιδίου της μεταλλοπρωτεϊνάσης–13, μελετήθηκε σε δείγματα DNA από 161 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος και 97 υγιείς μάρτυρες αντίστοιχης εθνικότητας, ηλικίας και φύλου. Αποτελέσματα: Οι ευρεθείσες συχνότητες για το υψηλής έκφρασης αλληλόμορφο Α και για τους φορείς αυτού στην ομάδα των ασθενών δεν παρουσίασαν σημαντική διαφορά συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (70.8 % έναντι 65.5% και 95% έναντι 89.7% αντίστοιχα). Το ίδιο πρότυπο παρατηρήθηκε ανάμεσα στην ομάδα ελέγχου και την κεντρική ομάδα των ασθενών και στις διάφορες υποομάδες των ασθενών όσονα αφορά το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου, καθώς και την κατάχρηση αλκοόλ και καπνού. Μόνο στην υποομάδα των ασθενών με προχωρημένα στάδια καρκίνου η συχνότητα του υψηλής έκφρασης αλληλομόρφου Α προέκυψε σημαντικά αυξημένη σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (P=0.038). Στην ίδια ομάδα ασθενών εμφανίστηκε και οριακά σημαντική διαφορά στους ΑΑ γονότυπους σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (P=0.059). Συμπεράσματα: Ο υπό μελέτη πολυμορφισμός του γονιδίου της μεταλλοπρωτεϊνάσης–13 συνδέεται με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης επιθετικής μορφής καρκίνου του στόματος. Το υψηλής έκφρασης αλληλόμορφο Α του πολυμορφισμού –77A/G φαίνεται να αποτελεί προγνωστικό παράγοντα για την εξέλιξη του όγκου.
25. Association of –1171 promoter polymorphism of matrix metalloproteinase–3 with increased risk for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, S. VASSILIOU, S. DERKA, E. NKENKE, Z. SEREFOGLOU, E. VORRIS, A. VYLLIOTIS, V. RAGOS, F. NEUKAM, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2007;27(6):4095–4100.
Υπόβαθρο: Η μεταλλοπρωτεϊνάση–3 της εξωνωττάριας θεμέλιας ουσίας (MMP–3) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες της φλεγμονής και της θρόμβωσης. Αυξημένες τιμές της MMP–3 έχουν σχετιστεί με την πρόοδο της ογκογένεσης και της μετάστασης σε διάφορους τύπου καρκίνου. Υπό το πρίσμα της προσφάτως ευρεθείσας συμβολής παραγόντων που σχετίζονται με τη φλεγμονή στην ανάπτυξη κακοηθειών, η παρούσα μελέτη ερεύνησε την πιθανή σύνδεση του πολυμορφισμού –1171 5A/6A ο οποίος επηρεάζει την έκφραση της μεταλλοπρωτεϊνάσης–3 με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος. Μεθοδολογία: Ο πολυμορφισμός αυτός μελετήθηκε με ανάλυση ενζύμων περιοριστικών τμημάτων σε 160 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος και 156 υγιείς μάρτυρες, αντίστοιχου φύλου, ηλικίας και εθνικότητας (Έλληνες και Γερμανοί). Αποτελέσματα: Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, παρατηρήθηκε μία σημαντική αύξηση στους 5A/6A ετεροζυγώτες στη συνολική ομάδα των ασθενών αλλά και σε αρκετές υποομάδες αυτών (P<0.05). Παρόλα αυτά, στις υποομάδες αυτές όσο και στην κεντρική ομάδα των ασθενών οι συχνότητες τόσο του αλληλομόρφου 5Α όσο και αυτή των φορέων δεν διέφεραν σημαντικά από αυτές της ομάδας ελέγχου. Η μόνη σημαντική αύξηση των συχνοτήτων του αλληλομόρφου 5Α σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου παρατηρήθηκε στις υποομάδες των ασθενών με θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου (μόνο η συχνότητα του αλληλομόρφου 5Α), με προχωρημένα στάδια καρκίνου (μόνο η συχνότητα του αλληλομόρφου 5Α) και χωρίς θετικό οικογενειακό ιστορικό θρομβοφιλίας (τόσο η συχνότητα του αλληλομόρφου 5Α όσο και των φορέων). Επιπροσθέτως, καπνιστές των οποίων οι γονότυποι περιελάμβαναν το αλληλόμορφο 5Α (5A/5A και 5A/6A) εμφάνισαν διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος (OR: 2.16, 95% CI: 1.04–4.48 και OR: 1.78, 95% CI: 1.01–3.13, αντίστοιχα). Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης υποδηλώνουν ότι το υψηλής έκφρασης αλληλόμορφο 5Α του γονιδίου της μεταλλοπρωτεϊνάσης–3 συνδέεται με αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του στόματος σε συγκεκριμένες ομάδες ατόμων.
26. 2 Diabetes enhances cell proliferation but not Bax/Bcl–2 mediated apoptosis during oral oncogenesis. ----- VAIRAKTARIS, G. KALOKERINOS, L. GOUTZANIS, C. YAPIJAKIS, S. DERKA, S. VASSILIOU, S. SPYRIDONIDOU, A. VYLLIOTIS, E. NKENKE, AC LAZARIS, E. PATSOURIS.
Int J Oral Maxillofac Surg 2008;37(1):60–65.
Μελετήθηκαν οι δείκτες του κυτταρικού πολλαπλασιασμού (αντιγόνο Ki–67) και της απόπτωσης (Bax, Bcl–2) σε ένα πειραματικό μοντέλο χημικά προκλητής καρκινογένεσης σε φυσιολογικούς και διαβητικούς (τύπου Ι) αρουραίους Sprague–Dawley. Δεκατρία διαβητικά και δώδεκα φυσιολογικά ζώα ανέπτυξαν καρκίνο μετά από την εφαρμογή της ουσίας 4–nitroquinoline–N–oxide, ενώ έξι διαβητικά και έξι φυσιολογικά ζώα χρησιμοποιήθηκαν σαν ομάδα ελέγχου. Οι βιοψίες ταξινομήθηκαν παθολογοανατομικά (από στοματική βλεννογονική δυσπλασία έως και μέτρια διαφοροποιημένο ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος) και μελετήθηκαν ανοσοϊστοχημικά χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα εναντίον των πρωτεϊνών Bax, Bcl–2 και Ki–67. Φαίνεται ότι η αναλογία Bcl–2/Bax είναι περίπου σταθερή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της ογκογένεσης στους διαβητικούς αρουραίους σε αντίθεση με τους φυσιολογικούς αρουραίους που εμφανίζονται να έχουν αυξημένη αναλογία Bcl–2/Bax στο στάδιο του μετρίως διαφοροποιημένου ακανθοκυτταρικού καρκινώματος. Σε αντίθεση, η έκφραση της πρωτεΐνης Ki–67 ήταν αυξημένη στους αρουραίους με διαβήτη παρά στους φυσιολογικούς σε όλα σχεδόν τα στάδια της στοματικής ογκογένεσης και έφτασε σε σημαντικά αυξημένες τιμές σε στάδια από τους ιστούς της ομάδας ελέγχου καθώς και στα στάδια της δυσπλασίας και του μέτρια διαφοροποιημένου ακανθοκυτταρικού καρκινώματος. Τα παραπάνω δεδομένα υποδηλώνουν ότι ο διαβήτης οδηγεί σε αύξηση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού κατά τη διάρκεια της στοματικής ογκογένεσης, αλλά αυτό το γεγονός πραγματοποιείται χωρίς να επηρεάζεται η οδός της απόπτωσης που διαμεσολαβείται από τις πρωτεΐνες Bax/Bcl–2.
27. 2 The interleukin–10 (–1082A/G) polymorphism is strongly associated with increased risk for oral squamous cell carcinoma. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, Z. SEREFOGLOU, S. DERKA, S. VASSILIOU, E. NKENKE, A. VYLLIOTIS, S. SPYRIDONISOU, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2008;28(1A):309–314.
Υπόβαθρο: Αυξημένες τιμές της ιντερλευκίνης–10 (IL–10) έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς με καρκίνο του στόματος, πιθανόν λόγω καταστολής της ανοσολογικής απόκρισης. Υπό το πρίσμα αυτό, ερευνήσαμε τον πολυμορφισμό 1082 A/G, ο οποίος επηρεάζει την έκφραση του γονιδίου της IL–10, για πιθανή σχέση του με την ανάπτυξη καρκίνου του στόματος. Μεθοδολογία: Ο πολυμορφισμός αυτός εξετάστηκε σε δείγματα DNA 144 ασθενών με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος και 141 υγιών μαρτύρων αντίστοιχου φύλου, ηλικίας και εθνικότητας. Αποτελέσματα: Οι ευρεθείσες συχνότητες για το υψηλής έκφρασης αλληλόμοφο G ήταν σημαντικά αυξημένες στους ασθενείς σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (34.7% έναντι 21.3% αντίστοιχα, P=0.0004), καθώς και στους ασθενείς οι οποίοι έκαναν κατάχρηση καπνού, όχι όμως και σε αυτούς που έκαναν κατάχρηση αλκοόλ. Αυτή η μεγάλη διαφορά στη συχνότητα εντόπισης του G αλληλομόρφου οφειλόταν κυρίως στην αύξηση των ετεροζυγωτών AG στους ασθενείς, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (OR 3.05, 95% CI 1.84–5.05). Συμπέρασμα: Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι το υψηλής έκφρασης αλληλόμορφο G του πολυμορφισμού –1082 A/G στο γονίδιο της IL–10, (μίας κυττοκίνης που συνδεέται με τη φλεγμονή και την αγγειογένεση), σχετίζεται στενά με αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του στόματος.
28. 2 A DNA polymorphism of Stromal Derived Factor–I is associated with advanced stages of oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, A. VYLLIOTIS, S. SPYRIDONIDOU, S. DERKA, S. VASSILIOU, E. NKENKE, C. YAPIJAKIS, Z. SEREFOGLOU, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2008;28(1Α):271–276.
Υπόβαθρο: Η πρωτεΐνη SDF–1 η οποία σχετίζεται με την αγγειογένεση και τη φλεγμονή, έχει ήδη συσχετιστεί και με την εξέλιξη ενός αριθμού κακοηθειών, αλλά όχι με το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος. Υπό το πρίσμα της γνωστής συμβολής στην ανάπτυξη καρκίνου του στόματος, άλλων γενετικών πολυμορφισμών που επηρεάζουν πρωτεΐνες υπεύθυνες για την αγγειογένεση, τη φλεγμονή και τη θρόμβωση, η παρούσα εργασία ερευνά εάν ο πολυμορφισμός G807A στο γονίδιο της πρωτεΐνης SDF–1 συνδέεται με αυτόν τον τύπο κακοήθειας. Μεθοδολογία: Μελετήθηκε ο πολυμορφισμός G807A μέσω ανάλυσης περιοριστικών τμημάτων DNA, σε δείγματα αίματος 159 ασθενών με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος και σε 101 υγιείς μάρτυρες. Αποτελέσματα: Η ευρεθείσα συχνότητα για το υψηλής έκφρασης αλληλόμορφο Α στην ομάδα ελέγχου ήταν 25.3%. Υπήρξε μία μικρή πτώση στη συχνότητα του αλληλομόρφου αυτού στους ασθενείς (18.6%) η οποία δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Η ίδια εικόνα παρατηρήθηκε στις υποομάδες των ασθενών όσον αφορά στις συνήθειες καπνίσματος και στο οικογενειακό ιστορικό καρκίνου ή θρόμβωσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, η συχνότητα του Α αλληλομόρφου ήταν εμφανώς μειωμένη στους ασθενείς με προχωρημένα στάδια καρκίνου III και IV (12.5%, P=0.005) και στους ασθενείς με κατάχρηση αλκοόλ (12.5%, P=0.02). Συμπεράσματα: ο πολυμορφισμός G807A του γονιδίου SDF–1 αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στόματος προχωρημένου σταδίου, ειδικά στα άτομα που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ.
29. 2 A metalloproteinase–9 polymorphism which affects its expression is associated with increased risk for oral squamous cell carcinoma. ----- VAIRAKTARIS, S. VASSILIOU, E. NKENKE, Z. SEREFOGLOU, S. DERKA, C. TSIGRIS, A. VYLLIOTIS, C. YAPIJAKIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Eur J Surg Oncol 2008;34(4):450-455.
Σκοπός: Υπό το πρίσμα της πρόσφατης ευρεθείσας συμβολής αγγειογενετικών, θρομβωτικών και φλεγμονωδών παραγόντων στην καρκινογένεση, διερευνήσαμε την σχέση της μεταλλοπρωτεϊνάσης–9 (MMP–9) με πιθανή αύξηση του κινδύνου για καρκίνο της στοματικής κοιλότητας. Μέθοδος: Σε δείγματα DNA από 152 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος και 162 υγειών μαρτύρων, αντίστοιχης εθνικότητας, ηλικίας και φύλου, μελετήσαμε τον πολυμορφισμό –1562C/T στον υποκινητή του γονιδίου ο οποίος και επηρεάζει τη μεταγραφή του. Αποτελέσματα: Η συχνότητα της υψηλής έκφρασης του T αλληλομόρφου στην ομάδα των ασθενών ανευρέθηκε σημαντικά αυξημένη σε σύγκριση με την ομάδα των υγειών μαρτύρων (22% έναντι 15%, αντίστοιχα; P < 0.05). Η διαφορά αυτή οφείλεται στη σχετική αύξηση των ετεροζυγωτών C/T στην ομάδα των ασθενών σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (P < 0.05, OR 1.92, 95% CI 1.21 – 3.06). Ανάλογες σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν ανάμεσα στην ομάδα ελέγχου και στις υποομάδες των ασθενών με αρχικά στάδια καρκίνου (I & II), χωρίς θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου ή θρομβοφιλίας, καθώς και σε εκείνους με κατάχρηση αλκοόλ ή καπνού. Συμπεράσματα: Ο υπό μελέτη πολυμορφισμός του γονιδίου της μεταλλοπρωτεϊνάσης–9 σχετίζεται σε υψηλό βαθμό με αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του στόματος σε ένα τμήμα του γενικού πληθυσμού. Τα αποτελέσματα αυτά είναι συμβατά με προηγούμενες μελέτες της έκφρασης και έκκρισης της μεταλλοπρωτεϊνάσης–9 σε κυτταρικές σειρές προερχόμενες από καρκίνο του στόματος επιθετικού τύπου. Η παρατήρηση ότι οι φορείς του Τ
* Συντ. απήχησης (Impact Factor) περιοδικών έτους 2006, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Αθήνα αλληλομόρφου εμφανίζουν υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος, αρχικού και όχι προχωρημένου σταδίου, πιθανώς να οφείλεται στη συμβολή της μεταλλοπρωτεϊνάσης–9 στην καταστολή της αγγειογένεσης λόγω της συμβολής της στην αυξημένη παραγωγής αγγειοστατίνης μέσω του πλασμινογόνου.
30. Gene Expression Polymorphisms of Interleukins –1β, –4, –6, –8, –10, and Tumor Necrosis Factors –α, –β: Regression Analysis of their Effect upon Oral Squamous Cell Carcinoma. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, Z. SEREFOGLOU, D. AVGOUSTIDIS, E. CRITSELIS, S. SPYRIDONIDOU, A. VYLLIOTIS, S. DERKA, S. VASSILIOU, E. NKENKE, E. PATSOURIS.
J Cancer Res Clin Oncol 2008;134(8):821–832.
Λειτουργικοί πολυμορφισμοί DNA που επηρεάζουν τη γονιδιακή έκφραση και αντίστοιχα τη στάθμη στον ορό ή το σάλιο των ιντερλευκινών IL–1β,–4,–6,–8,–10 και των παραγόντων νέκρωσης όγκων TNF–α,–β, έχουν σχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ακανθοκυτταρικού καρκίνου του στόματος. Η παρούσα αναδρομικού τύπου μελέτη διερευνά τις πιθανές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε επτά πολυμορφικούς γονοτύπους και τη συνδυασμένη τους δράση στην πρόβλεψη της εμφάνισης ακανθοκυτταρικού καρκινώματος του στόματος σε πληθυσμό Καυκασίων. Μελετήθηκαν 330 Έλληνες και Γερμανοί, αποτελούμενος από 162 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος και 168 υγιείς μάρτυρες συγκρίσιμης ηλικίας, φύλου και εθνικότητας.
Κατασκευάστηκε μία σειρά από μοντέλα πολυπαραγοντικής λογιστικής παλινδρόμησης, προσαρμοσμένων για την ηλικία και το φύλο ώστε να εκτιμηθεί η συμβολή των ομόζυγων ή ετερόζυγων γονοτύπων των πολυμορφισμών IL1β (+3953C/T), IL–4 (–590C/T), IL–6 (–174G/C), IL–8 (–251A/T), IL–10 (–1082A/G), TNF–α (–308G/A) και TNF–β (+252G/A) στο σύνολο, στα αρχικά στάδια και στα τελικά στάδια ανάπτυξης του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος.
Η παρουσία των γονιδίων του TNF–α και της IL–6 ήταν σημαντική σε σχεδόν όλα τα μοντέλα που κατασκευάστηκαν. Επιπλέον, όταν ο τρόπος κληρονομικότητας του κάθε γονιδίου ελήφθη υπόψη σε ένα «βιολογικό» πολυπαραγοντικό μοντέλο λογιστικής παλλινδρόμησης, τέσσερεις πολυμορφισμοί εμφανίστηκαν σαν κύριοι παράγοντες πρόβλεψης για την εμφάνιση ακανθοκυτταρικού καρκινώματος τους στόματος: TNF–α [OR=15.27; 95% CI=7.30–31.96], IL–6 [OR=8.33; 95% CI=3.95–17.58], IL–8 [OR=3.54; 95% CI=1.69–7.43] και IL–10 [OR=2.65; 95% CI=1.28–5.46]. Οι πολυμορφισμοί IL–1β, IL–4 και TNF–β δεν αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες για την πρόβλεψη της ανάπτυξης ακανθοκυτταρικού καρκινώματος σε όλα τα κατασκευασμένα μοντέλα. Αυτή η μελέτη ανέδειξε την υψηλής σημασίας συμβολή 2 από τους επτά μελετημένους πολυμορφισμούς κυτοκινών (IL–6 και TNF–α) στην εμφάνιση του ακανθοκυτταρικού καρκίνου του στόματος. Βασιζόμενοι σε αυτά τα ευρήματα και σε προηγούμενες μελέτες, αναλύουμε πιθανές στοιχειομετρικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ κυττοκινών οι οποίες είναι δυνατό να οδηγήσουν στο σχηματισμό ακανθοκυτταρικού καρκινώματος του στόματος.
31. Angiotensinogen polymorphism is associated with risk for malignancy but not for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, C. YAPIJAKIS, A. VYLLIOTIS, S. DERKA, S. VASSILIOU, E. NKENKE, Z. SEREFOGLOU, V. RAGOS, E. CRITSELIS, D. AVGOUSTIDIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS.
Anticancer Res 2008;28(3A):1675 –1679.
Σκοπός: Υπό το πρίσμα της πρόσφατης ευρεθείσας συμβολής παραγόντων που σχετίζονται με την αγγειογένεση και τη φλεγμονή στην ανάπτυξη κακοηθειών, αυτή η μελέτη διερεύνησε την πιθανή σχέση του γονιδίου του αγγειοτενσινογόνου (AGT) με πιθανή αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης του καρκίνου του στόματος. Μέθοδος: Αξιολογήθηκε ο πολυμορφισμός M235T ο οποίος επηρεάζει την έκφραση του γονιδίου του AGT με τη μέθοδο της ανάλυσης DNA περιοριστικών τμημάτων, σε 163 Γερμανούς και Έλληνες ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα στόματος και 124 υγιείς μάρτυρες αντίστοιχης ηλικίας, φύλου και εθνικότητας. Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στις συχνότητες του μεταλλαγμένου αλληλομόρφου 235T που οδηγεί σε αύξηση της έκφρασης του γονιδίου AGT, στη συνολική ομάδα των ασθενών σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Παρομοίως, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά τόσο στη συχνότητα του αλληλομόρφου ή των φορέων αυτού σε κάθε υποομάδα των ασθενών χωριστά, εκτός από την υποομάδα των ασθενών με θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου όπου παρατήρηθηκε σημαντική αύξηση του μεταλλαγμένου Τ αλληλομόρφου και της συχνότητας των φορέων αυτού σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (50% έναντι 36.7% και 79.3% έναντι 61.3% αντίστοιχα, P<0.05 και στις δύο περιπτώσεις). Σε αυτή τη συγκεκριμένη υποομάδα ασθενών το οdds ratio στους ομοζυγώτες ΤΤ ασθενείς ήταν 3.57 (CI 95% 1.2-10.62), ενώ για τους MT ετεροζυγώτες ήταν 2.41 (CI 95% 1.06-5.49). Συμπεράσματα: Αυτή η μελέτη δεν καταδεικνύει σχέση του πολυμορφισμού AGT M235T με τη στοματική ογκογένεση, αλλά βεβαίως καταδεικνύει σύνδεση αυτού του πολυμορφισμού με άλλους τύπους καρκίνου. Τα ευρήματα από την παρούσα εργασία βρίσκοντα σε συμφωνία με προηγούμενη μελέτη γενετικού συσχετισμού που αφορούσε το ένζυμο μετατροπής της αγγειοτενσίνης (ACE), υποδηλώνοντας ότι το μονοπάτι που οδηγεί στη στοματική ογκογένεση βασίζεται στην αλληλεπίδραση ACE και βραδυκινίνης και όχι στα πεπτίδια του AGT και της αγγειοτενσίνης.
32. H-ras and c-fos exhibit similar expression patterns during stages of oral oncogenesis. ----- VAIRAKTARIS, V. PAPAKOSTA, S. DERKA, S. VASSILIOU, E. NKENKE, S. SPYRIDONIDOU, A. VYLLIOTIS, AC LAZARIS, A. KOKKORI, P. MOULAVASSILI, S. LOUKERI, D. PERREA, I. DONTAS, C. YAPIJAKIS, E. PATSOURIS.
In Vivo 2008;22(5):621-628.
Υπόβαθρο: Τα ογκογκονίδια H-ras και c-fos αλληλεπιδρούν σε οδούς διαμεταγωγής σήματος, αλλά το επίπεδο και η χρονική στιγμή της έκφρασής τους κατά τη διάρκεια ανάπτυξης του καρκίνου του στόματος δεν έχουν αποσαφηνιστεί. Η παρούσα εργασία βασίστηκε στη χρήση ενός ζωικού προτύπου για την ταυτόχρονη διερεύνηση της έκφρασης των γονιδίων H-ras και c-fos σε διαδοχικά στάδια της στοματικής ογκογένεσης. Μεθοδολογία: Χρησιμοποιήθηκαν τρεις πειραματικές ομάδες με Syrian golden hamsters και μία ομάδα ελέγχου. Στους παρειακούς θυλάκους των ζώων των πειραματικών ομάδων εφαρμόστηκε η καρκινογόνος ουσία DMBA. Οι βιοψίες ταξινομήθηκαν παθολογοανατομικά, κυμάνθηκαν από φυσιολογικό στοματικό βλεννογόνο έως μέτρια διαφοροποιημένο καρκίνωμα και μελετήθηκαν με ανοσοϊστοχημικές μεθόδους. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε μείωση της έκφρασης των γονιδίων H-ras και c-fos από την ομάδα Α στη Β και από τις υπερπλασίες στα καλώς διαφοροποιημένα καρκινώματα, ενώ μία παράλληλη αύξηση της έκφρασης τους παρατηρήθηκε από τις ομάδες Β ως Γ και από τα καλώς στα μετρίως διαφοροποιημένα καρκινώματα. Συμπεράσματα: Τα ογκογονίδια H-ras και c-fos εμφανίζουν παρόμοια επίπεδα έκφρασης κατά τη στοματική καρκινογένεση, μία παρατήρηση που υποστηρίζεται από τη γνωστή μοριακή οδό που συνδέει το σήμα από τον παράγοντα H-ras με την επακόλουθη μεταγραφή του γονιδίου c-fos. Η μειωμένη έκφραση των δύο ογκογονιδίων που ανευρέθηκε στα αρχικά στάδια της ογκογένεσης του στόματος πιθανόν αντανακλά το γεγονός ότι η απόπτωση παραμένει αυξημένη στα στάδια αυτά.
33. Gene polymorphisms related to angiogenesis, inflammation and thrombosis that influence risk for oral cancer. ----- VAIRAKTARIS, Z. SEREFOGLOU, D. AVGOUSTIDIS, C. YAPIJAKIS, E. CRITSELIS, A. VYLLIOTIS, S. SPYRIDONIDOU, S. DERKA, S. VASSILIOU, E. NKENKE, E. PATSOURIS.
Oral Oncol. 2009; 45(3):247-253.
Genetic association studies have implicated functional DNA polymorphisms in genes encoding factors related to angiogenesis, inflammation and thrombosis with increased risk for oral squamous cell carcinoma (OSCC). This study examines possible interactions between nine such genotype polymorphisms and their combinatory effect in assessing the OSCC risk in a European population. OSCC cases (N=162) and healthy controls (N=168) of comparable age, gender, and ethnicity (Greeks and Germans) were studied. Multivariate logistic regression models were constructed in order to assess the contribution of homozygous or heterozygous variant genotypes of polymorphisms MMP-1 (-1607 1G/2G), MMP-3 (-1171 5A/6A), MMP-9 (-1562C/T), TIMP-2 (-418C/G), VEGF (+936C/T), GPI-alpha (+807C/T), PAI-1 (4G/5G), ACE (intron 16D/I) and TAFI (+325C/T) upon overall, early and advanced stages of OSCC. Four out of nine polymorphisms affecting PAI-1, MMP-9, TIMP-2 and ACE expression contributed significantly in OSCC prediction in the various logistic regression models. Based on these findings and previous reports, possible interactions of the implicated factors leading to OSCC development, as well as an algorithm of risk estimation are discussed.
34. Association of polymorphisms in Tumor Necrosis Factor Alpha and Beta genes with increased risk for oral cancer. ----- YAPIJAKIS, Z. SEREFOGLOU, A. VYLLIOTIS, E. NKENKE, S. DERKA, S. VASSILIOU, D. AVGOUSTIDIS, FW NEUKAM, E. PATSOURIS, E. VAIRAKTARIS.
Anticancer Res. 2009 Jun;29(6):2379-2386.
BACKGROUND: In light of the recently found contribution of inflammation-related factors to oral oncogenesis, the possible correlation of tumor necrosis factor alpha and beta genes (TNF-alpha and TNF-beta) with risk of oral cancer was investigated.
MATERIALS AND METHODS: DNA samples of 160 German and Greek patients with oral squamous cell carcinoma and 153 healthy controls of equivalent age, gender and ethnicity were studied. The functional polymorphisms TNF-alpha (-308 G/A) and TNF-beta (252 G/A), which affect gene expression, were investigated by restriction fragment length polymorphism analysis.
RESULTS: The frequencies of high expression A2 (-308A) TNF-alpha allele and high expression B1 (252G) TNF-beta allele were significantly increased in cancer patients compared to controls (respectively: 62.2% versus 14.7%, p<0.0001; OR 8.65, 95% CI 5.74-13.04 and 66.9% versus 15.7%, p<0.0001; OR 10.92, 95% CI 7.4-16.2). Three combined TNF-alpha/TNF-beta genotypes (A2A2/B1B1, A1A2/B1B2, A1A2/B1B1) were over-represented in cancer patients (p<0.001). No significant differences in allele frequencies were detected among most subgroups of patients divided in regard to cancer stage, family history for cancer or thrombosis, smoking or heavy alcohol consumption habits.
CONCLUSION: This study showed a strong association of TNF-alpha and TNF-beta high expression alleles with increased risk of oral cancer. These findings are in accordance with previously observed high TNF-alpha levels in serum of patients with oral cancer in comparison to healthy controls.
35. Effect of Olmesartan on the Level of Oral Cancer Risk Factor PAI1. ----- VASSILIOU, E. NKENKE, N. LEFANTZIS, A. IOANNIDIS, C. YAPIJAKIS, M. ZOGA, V. PAPAKOSTA, S. DERKA, C. NIKOLAOU, E. VAIRAKTARIS
Anticancer Research 2016; 36: 6093-6096
AIM: To study if the angiotensin receptor blocker olmesartan reduces levels of plasminogen activator inhibitor 1 (PAI1), a risk factor for oral cancer, in a mouse model and therefore whether it could be used in the treatment of this malignancy.
MATERIALS AND METHODS: Twelve transgenic PAI1 mice aged 16-20 weeks were divided in two groups each containing six animals. One group was given olmesartan every day for 30 days in drinking water in an amount corresponding to their weight, 0.005 mg/g, while the second group did not receive any medication (control group). Blood samples were obtained from animals of both groups, before and after one month of olmesartan administration and plasma PAI1 levels were measured using enzyme-linked immunosorbent assay.
RESULTS: In the olmesartan-treated group, a significant decrease of PAI1 level was found after 1 month of treatment (11.9±8.6 vs. 21.7±7.2 ng/ml, respectively; p=0.028). However, no statistically significant difference was observed in PAI1 levels between the olmesartan-treated and control groups after one month, (p=0.177).
CONCLUSION: Olmesartan did not significantly affect PAI1 levels in this mouse model.
KEYWORDS: PAI-1; olmesartan; oral cancer; transgenic mice
36. Association of polymorphisms in the genes of angiotensinogen and angiotensin receptors with risk for basal cell carcinoma.
PAPAGGELOPOULOS J, ANGELOPOULOU A, AVGOUSTIDIS D, KORONELLOS N, DERKA S, VASSILIOU S, YAPIJAKIS C.
Anticancer Research 2019; 39: 5525-5530
Σκοπός: Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα (BCC) έχει συνδεθεί γενετικά με αυξημένη έκφραση του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE), ενός σημαντικού παράγοντα του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης που παράγει αγγειοσυσταλτική αγγειοτενσίνη II. Άλλοι παράγοντες αυτού του συστήματος περιλαμβάνουν το αγγειοτενσινογόνο (AGT) και τους υποδοχείς της αγγειοτενσίνης AGTR1, AGTR2. Διερευνήσαμε την πιθανή συσχέτιση του BCC με τη γενετική μεταβλητότητα στα γονίδια AGT, AGTR1 και AGTR2.
Μεθοδολογία: Μελετήθηκαν δείγματα DNA 190 Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων 91 ασθενών με BCC και 99 υγιών μαρτύρων. Πραγματοποιήθηκε μοριακός γονότυπος ασθενών και μαρτύρων για τους πολυμορφισμούς AGT M235T, AGTR1 A1166C και AGTR2 G1675A.
Αποτελέσματα: Το μεταλλαγμένο αλληλόμορφο Τ που αυξάνει την έκφραση του γονιδίου AGT ανιχνεύθηκε σε διπλάσια αυξημένη συχνότητα σε ασθενείς με BCC σε σύγκριση με υγιείς μάρτυρες (p <0,001). Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στις παραλλαγές AGTR1 και AGTR2 μεταξύ ασθενών και μαρτύρων.
Συμπέρασματα: Η αυξημένη έκφραση της AGT μπορεί να σχετίζεται με BCC.
37. Role of oncogenes and tumour suppressor genes in sequential stages of oral oncogenesis in an experimental animal model.
VAIRAKTARIS E., PAPAKOSTA V., SPYRIDONIDOU S., VYLLIOTIS A., STRANTZIAS P., VORRI E., AVGOUSTIDIS D., LAZARIS A., PERREA D., KAVANTZAS N., DONTA I., DERKA S., VASSILIOU S., YAPIJAKIS C., PATSOURIS E.
Oral Oncology Supplement 2007 May; 2(1):204-204
1ο Βραβείο Βασικής Έρευνας στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ογκολογίας Στόματος (Άμστερνταμ, 17–20 Μαϊου 2007)
Στόχος: Σε πειραματικό ζωικό μοντέλο μελετήθηκε ο ρόλος των p53, p16, c-myc, H-ras, N-ras, ets-1, c-fos, EGFR, c-erbB2, c-erbB3, c-jun, FGFR-2, FGFR-3, Bax, Bcl-2 και Ki-67 στον σχηματισμό σε σταδιακούς ιστολογικούς βαθμούς καρκινώματος του στόματος.
Μέθοδος: 37 Syrian golden hamsters χωρίστηκαν σε τρία πειραματικές ομάδες (Α, Β και Γ) και μία ομάδα ελέγχου. Στους παρειακούς θυλάκους των ζώων των πειραματικών ομάδων εφαρμόστηκε η καρκινογόνος ουσία 9,10-διμεθυλ-1,2-βενζανθρακένιο και αφαιρέθηκαν στις 10, 14, 19 εβδομάδες, αντίστοιχα. Στα ζώα της ομάδας ελέγχου ο παρειακός θύλακος αφαιρέθηκε μετά από 10 εβδομάδες χωρίς εφαρμογή καρκινογόνου. Οι βιοψίες ταξινομήθηκαν παθολογοανατομικά ως εξής: φυσιολογικός στοματικός βλεννογόνος, υπερκεράτωση, υπερπλασία, δυσπλασία, πρώιμη εισβολή, καλά διαφοροποιημένο ή μέτρια διαφοροποιημένο καρκίνωμα και μελετήθηκαν με ανοσοϊστοχημικές μεθόδους.
Αποτελέσματα: Το ογκογονίδιο c-erbB3 δεν εκφράστηκε καθόλου ούτε σε φυσιολογικό ούτε σε παθολογικό ιστό. Η ανάλυση της έκφρασης των Bcl-2, Bax και Ki-67 έδειξε αυξημένη απόπτωση και αυξημένο κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε προκαρκινικό και πρώιμο στάδιο. Η έκφραση των p53, c-myc, FGFR-2, FGFR-3, erbB2 και το ets-1 αυξήθηκε σημαντικά στα προκαρκινικά στάδια ογκογένεσης. Μια σημαντική σταδιακή αύξηση της έκφρασης του τόσο EGFR όσο και c-jun παρατηρήθηκε σε όλη την καρκινογένεση. Το p16 βρέθηκε απότομα μειωμένο στη δυσπλασία και στα ακόλουθα στάδια καρκινογένεσης του στόματος. Τέλος, η έκφραση των N-ras, H-ras και c-fos μειώθηκαν σημαντικά κατά την σταδιακή ογκογένεση.
Συμπεράσματα: Φαίνεται ότι τα p53, c-myc, FGFR-2, FGFR-3, erbB2, ets-1 καθώς και το p16, μπορεί να είναι χρήσιμο ως πρώιμοι προγνωστικοί παράγοντες του καρκίνου του στόματος. Μπορεί να υποτεθεί ότι μια οδός σηματοδότησης που ξεκινά από τους υποδοχείς της κυτταρικής μεμβράνης FGFR-2, FGFR-3, erbB2 ή το EGFR μπορεί να εμπλέκονται στην παθογένεση του ακανθοκυτταρικό καρκινώματος του στόματος. Φαίνεται ότι το MAPK (το η πιο κοινή οδός κυτταρικού πολλαπλασιασμού) δεν ενεργοποιείται, δεδομένης της ουσιαστικής μειωμένης έκφρασης τόσο των H-Ras όσο και των N-Ras, τα οποία παίζουν βασικό ρόλο στη μεταγωγή του σήματος MAPK.
38. Midface microvascular reconstruction after maxillary complex tumor resection: A retrospective study.
BINI A, DERKA S, STAVRIANOS S.
J Craniomaxillofac Surg. 2024 Jul;52(7):803-808
Σκοπός της μελέτης είναι η ανασκόπηση της χειρουργικής προσέγγισης και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων στη διαχείριση ασθενών με προχωρημένους όγκους του μέσου τριτημορίου του προσώπου και της άνω γνάθου. Η πιο κοινή ανατομική θέση του πρωτοπαθούς όγκου ήταν η άνω γνάθος, μερικές φορές με επέκταση στον κόγχο και τον πρόσθιο κρανιακό βόθρο, την παρωτίδα και το μέσο αυτί ή ακόμα και το χείλος. Η χειρουργική εκτομή περιελάμβανε γναθεκτομή στην πλειονότητα των περιπτώσεων, σε συνδυασμό με εξεντέρωση οφθαλμού ή κογχοτομή και εκτομή του πρόσθιου κρανιακού βόθρου. Πραγματοποιήθηκαν επίσης παρωτιδεκτομές και μαστοειδεκτομές. Η αποκατάσταση έγινε με κερκιδικό οστεοδερματικό κρημνό αντιβραχίου, πλατύ ραχιαίο μυοδερμικό κρημνό με κρημνό ωμοπλάτης, κρημνό κροταφίτη, ελεύθερο κρημνό ορθού κοιλιακού, προσθιοπλάγιο κρημνό μηρού σε συνδυασμό με κρημνό έξω πλατύ, καθώς και με μείζονα θωρακικό κρημνό. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 36 εκτομές όγκου στο μέσο τριτημόριο του προσώπου και ακολούθησε η κατάλληλη αποκατάσταση. Η μέση περίοδος παρακολούθησης ήταν 15 χρόνια. Μέχρι σήμερα, 23 ασθενείς είναι ελεύθεροι νόσου, ενώ 6 ασθενείς παρουσίασαν υποτροπή και 7 ασθενείς πέθαναν κατά τη διάρκεια της 15ετούς περιόδου παρακολούθησης. Η χειρουργική εκτομή παραμένει η θεραπεία εκλογής για τη διαχείριση όγκων στο μέσο τριτημόριο του προσώπου. Όταν εκτελείται με ασφάλεια, σε συνδυασμό με μικροαγγειακή αποκατάσταση, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να προσφέρει βελτίωση στην ποιότητα ζωής και να παρατείνει τη συνολική επιβίωση.
39. Sex-specific Real-World 5-year Overall Survival Rates for (Radio)chemotherapy, Targeted Therapy, and Combinations in Patients With Head and Neck Cancer.
BAUDREXL J, PIETZKA S, SCHEURER M, SCHRAMM A, WILDE F, SAKKAS A, DERKA S, EBELING M.
Anticancer Res. 2024 Jan;44(1):267-286.
Σκοπός: Η ειδικευμένη στο φύλο ιατρική, ένας αναδυόμενος τομέας στην υγειονομική περίθαλψη, έχει αποκτήσει σημαντική αναγνώριση και σημασία τα τελευταία χρόνια. Από όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχουν επί του παρόντος έγκυρα δεδομένα σχετικά με την επίδραση του φύλου στη συνολική 5ετή επιβίωση ασθενών με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου που υποβάλλονται σε (ακτινο)χημειοθεραπεία, στοχευμένη θεραπεία και συνδυαστικές θεραπείες, χρησιμοποιώντας Real-World Data. Υποθέτουμε ότι το φύλο έχει σημαντικό αντίκτυπο στη συνολική 5ετή επιβίωση σε διαφορετικά θεραπευτικά σχήματα για τον καρκίνο κεφαλής και τραχήλου.
Ασθενείς και μέθοδοι: Αναλύθηκαν δεδομένα, από το δίκτυο TriNetX, από ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου που έλαβαν θεραπεία με διαφορετικά σχήματα. Σχηματίστηκαν δύο ομάδες: Ομάδα Ι (γυναίκες) και ομάδα ΙΙ (άνδρες), οι οποίες αντιστοιχίστηκαν 1:1 σε σχέση με ορισμένους παράγοντες σύγχυσης. Αφού ορίστηκε το πρωτεύον αποτέλεσμα ως «θάνατος», πραγματοποιήθηκε ανάλυση Kaplan-Meier και υπολογίστηκαν ο λόγος κινδύνου (risk ratio, RR), ο λόγος πιθανοτήτων (odds ratio, OR) και ο λόγος κινδύνου (hazard ratio, HR).
Αποτελέσματα: Αναλύθηκαν συνολικά 16.529 ασθενείς με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος (OSCC). Στην αναδρομική αυτή ανάλυση αντιστοίχισης περιπτώσεων βρέθηκε μια τάση για τις γυναίκες ασθενείς να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα συνολικής επιβίωσης 5 ετών από τους άνδρες ασθενείς σε σχέση με τα διάφορα θεραπευτικά σχήματα για OSCC.
Συμπέρασμα: Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για πιο εξατομικευμένη ιατρική σε ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου λόγω των περιορισμένων διαθέσιμων δεδομένων. Είναι ακόμη αμφίβολο εάν οι θεραπείες είναι εξίσου αποτελεσματικές σε άνδρες και γυναίκες, αν και, σύμφωνα με τις οδηγίες, οι θεραπείες είναι ως επί το πλείστον ίδιες και για τα δύο φύλα.
40. Ibuprofen Reduces 5-Year Overall Survival of Head and Neck Cancer Patients With Immunotherapy - A Retrospective Case-controlled Real-World Data Analysis of 10,000 Patients.
EBELING M, DERKA S, BAUDREXL J, SAKKAS A, SCHEURER M, WILDE F, SCHRAMM A, PIETZKA S.
Anticancer Res. 2024 Jan;44(1):313-322.
Σκοπός: Η αντίσταση στην ανοσοθεραπεία μπορεί να εξηγηθεί από ένα μη φυσιολογικό μικροβίωμα του εντέρου. Στην Ευρώπη ειδικότερα, η χρήση της ιβουπροφαίνης, με ή χωρίς αναστολείς της αντλίας πρωτονίων για την προστασία του γαστρικού βλεννογόνου, είναι ευρέως διαδεδομένη. Αυτή η μελέτη είχε ως στόχο να διερευνήσει την επίδραση της χρήσης ιβουπροφαίνης στην αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας σε ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου.
Ασθενείς και μέθοδοι: Αναλύθηκαν δεδομένα, από το δίκτυο TriNetX, από ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου (ICD-10-Codes: C00-C14) που έλαβαν pembrolizumab. Για τις αναλύσεις σχηματίστηκαν δύο ομάδες: Η ομάδα I έλαβε ιβουπροφαίνη τουλάχιστον μία φορά μέσα σε 6 μήνες πριν και μετά την ανοσοθεραπεία, ενώ οι ασθενείς της ομάδας II έλαβαν ιβουπροφαίνη με αναστολείς αντλίας πρωτονίων ή καθόλου ιβουπροφαίνη. Οι ομάδες I και II αντιστοιχίστηκαν 1:1 σε σχέση με την ηλικία, το φύλο, τις μεταστάσεις στους λεμφαδένες, την εξάρτηση από τη νικοτίνη, την εξάρτηση από το αλκοόλ και τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Η κύρια έκβαση ήταν ο θάνατος και πραγματοποιήθηκε ανάλυση Kaplan-Meier και υπολογίστηκαν ο λόγος κινδύνου (risk ratio, RR), ο λόγος πιθανοτήτων (odds ratio, OR) και ο λόγος κινδύνου (hazard ratio, HR).
Αποτελέσματα: Η ανάλυση έδειξε ότι 823 ασθενείς με ιβουπροφαίνη και 724 ασθενείς χωρίς ιβουπροφαίνη πέθαναν μέσα σε 5 χρόνια, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά κινδύνου 5,3% (p=0,001). Το RR ήταν 1,137 [95% διάστημα εμπιστοσύνης (CI)=1,053-1,227], το OR ήταν 1,245 (95% CI=1,093-1,418) και το HR ήταν 1,202 (95%CI=1,088-1,329).
Συμπέρασμα: Η ιβουπροφαίνη μειώνει σημαντικά την φαρμακευτική αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας και μπορεί να σχετίζεται με αλλαγές στο ανθρώπινο μικροβίωμα. Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω προοπτικές, τυχαιοποιημένες και διπλά τυφλές μελέτες για την επικύρωση των δεδομένων μας και την επαρκή αντιμετώπιση των παραγόντων σύγχυσης.
41. Management of head & neck sarcomas in adults: A retrospective study
BINI A, DERKA S, STAVRIANOS S.
J Craniomaxillofac Surg. 2024 Aug;52(8):877-883
Σκοπός της έρευνας είναι η ανασκόπηση της χειρουργικής προσέγγισης και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων σε ενήλικες ασθενείς με σαρκώματα κεφαλής και τραχήλου.
Η ιστοπαθολογία ποικίλλει και περιλαμβάνει δύο λειομυοσαρκωμάτα, έξι κακοήθη ινώδη ιστιοκυττώματα, δύο κακοήθεις όγκους των ελύτρων των περιφερικών νεύρων, τέσσερα δερματοϊνοσαρκώματα, τρία οστεοσαρκώματα, δύο αγγειοσαρκώματα, ένα λιποσάρκωμα, ένα σάρκωμα Ewing, ένα συνοβιακό σάρκωμα, δυο αδιαφοροποίητα/ αταξινόμητα σαρκώματα, έναν μονήρη ινώδη όγκο. Η χειρουργική εκτομή περιελάμβανε γναθεκτομή άνω γνάθου, κάτω γνάθου, κρανιεκτομή, παρωτιδεκτομή, εκτομή του τριχωτού της κεφαλής, και εκτομή δέρματος προσώπου. Η αποκατάσταση πραγματοποιήθηκε με έναν κρημνό ορθού κοιλιακού, τέσσερις κερκιδικούς κρημνούς αντιβραχίου, δύο κρημνούς πλατύ ραχιαίου, δύο αγγειούμενους κρημνούς περόνης, δύο μυοδερματικούς κρημνούς μείζονα θωρακικού, δύο κρημνούς τραπεζοειδούς, δύο κροταφικούς κρημνούς, επτά κρημνούς του τριχωτού της κεφαλής και δύο ρινοχειλικούς κρημνούς.
Ο συνολικός αριθμός ασθενών ήταν 24. Η νοσηλεία ήταν χωρίς επιπλοκές και ακολούθησε μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Σε μια μέση περίοδο παρακολούθησης 15 ετών, 11 ασθενείς είναι ακόμη ζωντανοί και χωρίς νόσο. Υπήρξαν τέσσερις υποτροπές που αντιμετωπίστηκαν με παρηγορητική ακτινοθεραπεία.
Η χειρουργική προσέγγιση για τα σαρκώματα κεφαλής και τραχήλου, συμπεριλαμβανομένης της επίτευξης λειτουργικά αποδεκτού αποτελέσματος με τεχνικές που σέβονται την ακεραιότητα των οργάνων, παραμένει μια πρόκληση για το χειρουργό. Η ευρεία εκτομή σε συνδυασμό με την κατάλληλη αποκατάσταση, ιδιαίτερα με μικροχειρουργικές τεχνικές, και ακολουθούμενη από επικουρική ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία προσφέρουν βελτιωμένη πρόγνωση και ποιότητα ζωής.
42. EGFR and HER-2 oncogenes expression in an experimental model of two-stage chemically induced carcinogenesis in mouse skin
DIAMANTOPOULOU S, YAPIJAKIS C, PAPAKOSTA V, EBELING M, LAZARIS A, DERKA S, VYLLIOTIS A, DIAMANTOPOULOS P, VAIRAKTARI G, VASSILIOU S
J Craniomaxillofac Surg. 2024 Apr;52(4):413-419
Σκοπός: Ο στόχος της μελέτης ήταν να διερευνήσει την έκφραση των ογκογονιδίων EGFR και HER-2 χρησιμοποιώντας ένα πειραματικό πρωτόκολλο καρκινογένεσης δύο σταδίων χημικά επαγόμενης στο ραχιαίο δέρμα σε ποντικούς FVB/N.
Υλικό και μέθοδος: Σαράντα θηλυκά ποντίκια FVB/N ηλικίας 4 εβδομάδων, ομαδοποιήθηκαν σε έναν έλεγχο (n = 8) και δύο πειραματικές ομάδες (Ομάδα Α: n = 16, Ομάδα Β: n = 16) μετά από μια διαδικασία τυχαιοποίησης. Εφαρμόστηκε πρωτόκολλο καρκινογένεσης δύο σταδίων, συμπεριλαμβανομένης μιας αρχικής θεραπείας με 97,4 nmol DMBA στο ξυρισμένο ραχιαίο δέρμα τους και επακόλουθες θεραπείες 32,4 nmol εφαρμογών TPA μετά από 13 εβδομάδες για την ομάδα Α και μετά από 20 εβδομάδες για την ομάδα Β. Η ομάδα ελέγχου C, δεν έλαβε καμία θεραπεία. Το δέρμα εξετάστηκε κάθε εβδομάδα για ανάπτυξη όγκου. Μετά το πείραμα, τα ζώα υποβλήθηκαν σε ευθανασία για ανάλυση ιστού. Η ιστολογική κατάσταση των δερματικών βλαβών στις πειραματικές ομάδες αντιστοιχούσε καλά με την εξέλιξη του όγκου (από δυσπλασία σε κακώς διαφοροποιημένο καρκίνωμα). Οι τομές όγκου αξιολογήθηκαν ιστολογικά και ανοσοϊστοχημικά.
Αποτελέσματα: Η έκφραση του EGFR βρέθηκε σημαντικά υψηλότερη σε προκαρκινικούς και κακοήθεις όγκους (p = 042 και p = 008 αντίστοιχα), ενώ τείνει να είναι υψηλότερη σε καλοήθεις όγκους (p = 079), σε σύγκριση με την φυσιολογική ιστολογία. Επιπλέον, το μέσο ποσοστό θετικής έκφρασης EGFR σε κακοήθεις όγκους ήταν σημαντικά υψηλότερο από ό,τι στους καλοήθεις όγκους (p < 001). Η έκφραση του HER-2 βρέθηκε σημαντικά υψηλότερη σε προκαρκινικούς και κακοήθεις όγκους (p = 042 και p = 015 αντίστοιχα), ενώ τείνει να είναι υψηλότερη σε καλοήθεις όγκους (p = 085), σε σύγκριση με την φυσιολογική ιστολογία. Επιπλέον, το μέσο ποσοστό θετικής έκφρασης HER-2 σε κακοήθεις όγκους ήταν σημαντικά υψηλότερο από ό,τι στους καλοήθεις όγκους (p = 005).
Συμπέρασμα: Η μελέτη έδειξε ότι σε ποντίκια FVB/N που υποβλήθηκαν σε πρωτόκολλο καρκινογένεσης δύο σταδίων χημικά επαγόμενης, υπήρξε σημαντική αύξηση στην έκφραση των ογκογονιδίων EGFR και HER-2 σε προκαρκινικές και κακοήθεις δερματικές βλάβες σε σύγκριση με τον φυσιολογικό ιστό. Αυτό υποδηλώνει έναν πιθανό πρώιμο ρόλο αυτών των ογκογονιδίων στην εξέλιξη των όγκων του δέρματος σε αυτό το μοντέλο.
43. Extracranial Hypoglossal Schwannoma: Case Report and Literature Review
DERKA S, EBELING M, PIETZKA S, VAIRAKTARI G, STAVRIANOS S, SCHRAMM A, SAKKAS A
In Vivo. 2024 May-Jun;38(3):1489-1497
Σκοπός: Τα σβαννώματα είναι μονήρεις νευρογενείς όγκοι που προέρχονται από το έλυτρο μυελίνης των περιφερικών νεύρων. Τα εξωκρανιακά σβαννώματα του υπογλωσσίου νεύρου αποτελούν <5% όλων των σβαννωμάτων κεφαλής και τραχήλου και μπορούν να μιμηθούν όγκους του υπογνάθιου σιελογόνου αδένα.
Αναφορά περιστατικού: Αναφέρουμε τη διαγνωστική απεικόνιση, τη χειρουργική θεραπεία και τα ιστοπαθολογικά ευρήματα μιας σπάνιας περίπτωσης εξωκρανιακού σβαννώματος του υπογλώσσιου νεύρου σε μια γυναίκα 73 ετών, που παρουσιάστηκε με ασυμπτωματικό οίδημα στην αριστερή υπογνάθια περιοχή που είχε επιμείνει για περίπου τρία χρόνια.
Συμπέρασμα: Η ακριβής διάγνωση αυτής της σπάνιας κλινικής οντότητας απαιτεί ολοκληρωμένη και προσεκτική διαγνωστική προσέγγιση. Η βέλτιστη θεραπευτική στρατηγική είναι η χειρουργική εκτομή που σέβεται την ακεραιότητα του νεύρου, διαδικασία που συχνά αποτελεί πρόκληση για το χειρουργό.
44. Evaluation of Five-year Survival Rates Among 18,331 Head and Neck Cancer Patients Exposed to Various Targeted Therapies Through Real-world Data in a Case-controlled Study.
BAUDREXL J, SAKKAS A, PIETZKA S, DERKA S, VAIRAKTARI G, SCHEURER M, SCHRAMM A, WILDE F, AND EBELING M
Anticancer Res 44: 1247-1270, 2024
Σκοπός: Η στοχευμένη θεραπεία είναι μια σημαντική και ταχέως αναπτυσσόμενη πτυχή της σύγχρονης θεραπείας όγκων, συμπεριλαμβανομένης της θεραπείας του καρκίνου κεφαλής και τραχήλου (HNC). Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική θεραπεία συχνά αντιμετωπίζουν σημαντικούς περιορισμούς στην ικανότητά κατάποσης, ομιλίας και εκφράσεων του προσώπου. Σε περιπτώσεις υποτροπής όγκων ή καταστάσεων στις οποίες ενδείκνυται η παρηγορητική θεραπεία, χρησιμοποιούνται συχνά στοχευμένες θεραπείες όπως οι Αναστολείς Ανοσολογικού Σημείου Ελέγχου (ICI). Συγκρίναμε διαφορετικές στοχευμένες θεραπείες εστιάζοντας στην πιθανότητα επιβίωσης.
Μέθοδος: Αναλύθηκαν δεδομένα από το δίκτυο TriNetX, από ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου και που έλαβαν θεραπεία με διαφορετικά θεραπευτικά σχήματα. Σχηματίστηκαν δύο ομάδες: Η ομάδα I έλαβε μία στοχευμένη θεραπεία, ενώ οι ασθενείς της ομάδας II έλαβαν διαφορετική στοχευμένη θεραπεία. Οι ομάδες I και II αντιστοιχίστηκαν 1:1 σε σχέση με ορισμένους παράγοντες σύγχυσης. Αφού ορίστηκε το πρωτεύον αποτέλεσμα ως «θάνατος», πραγματοποιήθηκε ανάλυση Kaplan–Meier και υπολογίστηκαν ο λόγος κινδύνου (risk ratio, RR), ο λόγος πιθανοτήτων (odds ratio, OR) και ο λόγος κινδύνου (hazard ratio, HR).
Αποτελέσματα: Αναλύθηκαν 18.331 ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου (HNC) που υποβλήθηκαν σε στοχευμένη θεραπεία. Οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς VEGF είχαν σημαντικά μεγαλύτερη συνολική επιβίωση από τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς c-MET ή EGFR. Οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς PI3K έδειξαν σημαντικά μειωμένη πιθανότητα επιβίωσης σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς c-MET, mTOR και RET.
Συμπέρασμα: Οι αναστολείς EGFR είναι μια από τις πιο συχνά χρησιμοποιούμενες στοχευμένες θεραπείες στην HNC. Ωστόσο, στην παρούσα ανάλυση παρατηρήθηκε ένα πλεονέκτημα επιβίωσης ασθενών που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς c-MET ή αναστολείς VEGF σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς EGFR.
45. Investigation of genetic association between a high activity variant of cathepsin G and risk for basal cell carcinoma
DOUKA A, GINTONIN I, DERKA S, VAIRAKTARI G, VASSILIOU S, YAPIJAKIS C
Anticancer Research 2024 May;44(5):2091-2094
Ιστορικό/Στόχος: Η καθεψίνη G (CTSG) έχει αναγνωριστεί ως αναστολέας του καρκίνου σε καρκίνους του μαστού, της ουροδόχου κύστης και του παχέος εντέρου. Το αλληλόμορφο G του λειτουργικού πολυμορφισμού N125S (A/G, rs45567233) του γονιδίου CTSG προσδίδει αυξημένη δραστηριότητα CTSG ορού και έχει συσχετιστεί με καρδιαγγειακές και νευροαγγειακές παθήσεις. Στην παρούσα μελέτη, εξετάσαμε την πιθανή συσχέτιση μεταξύ της παθογένεσης του βασικοκυτταρικού καρκινώματος (BCC) και του λειτουργικού πολυμορφισμού CTSG N125S.
Ασθενείς και Μέθοδοι: Εξετάστηκαν συνολικά 197 δείγματα DNA, αποτελούμενα από 99 ασθενείς με BCC και 97 δείγματα ελέγχου. Η μοριακή γονοτύπηση των δειγμάτων για τον πολυμορφισμό Ν1255, του γονιδίου CTSG, πραγματοποιήθηκε μέσω ενίσχυσης με τη μέθοδο αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR), ακολουθούμενη από πέψη/επώαση με κατάλληλο ένζυμο περιορισμού και ηλεκτροφόρηση των παραγομένων θραυσμάτων DNA, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή μη του πολυμορφισμού σε κάθε δείγμα.
Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά που στις γονοτυπικές και αλληλικές συχνότητες μεταξύ του ασθενούς και της ομάδας ελέγχου.
Συμπέρασμα: Δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του πολυμορφισμού CTSG N125S και της παθογένεσης του βασικοκυτταρικού καρκινώματος (BCC).
46. Elevating Precision Oncology: Unraveling the Role of microRNA Analysis in the Comprehensive Staging of Oral Cavity Carcinoma
EBELING M, SCHEURER M, PIETZKA S, DERKA S, VAIRAKTARI G, SCHRAMM A, WILDE F, SAKKAS A
In Vivo. 2024 May–Jun;38(3):1448-1450
Αυτό το άρθρο διερευνά τη δυνατότητα της ανάλυσης microRNA (miRNA) στη σταδιοποίηση του καρκίνου της στοματικής κοιλότητας. Υπογραμμίζει τον ρόλο της ανάλυσης miRNA στην πρόβλεψη κρίσιμων πτυχών όπως η λεμφοζώδης υποτροπή, η προεγχειρητική αξιολόγηση του όγκου, η περινευρική προσβολή και η λεμφαγγειακή προσβολή και η εξωκαψική λεμφαδενική επέκταση. Συζητείται το περίπλοκο τοπίο των miRNAs και η σημασία τους στη βελτίωση της κατανόησής μας για τον καρκίνο. Παρατίθενται παραδείγματα συγκεκριμένων miRNA που εμπλέκονται σε κάθε διάσταση. Τονίζεται επίσης η ευκολία και η λιγότερο επεμβατική φύση του προφίλ miRNA μέσω δειγμάτων σάλιου. Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για μια αλλαγή στις διαδικασίες σταδιοποίησης και στην εξατομικευμένη φροντίδα του καρκίνου. Το καρκίνωμα της στοματικής κοιλότητας, το οποίο περιλαμβάνει διάφορους υποτύπους και επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, απαιτεί μια ακριβή προσέγγιση σταδιοποίησης για τη βέλτιστη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων. Οι παραδοσιακές μέθοδοι σταδιοποίησης, βασισμένες σε κλινικές και ιστοπαθολογικές παραμέτρους, παρέχουν μια θεμελιώδη κατανόηση. Ωστόσο, η ανάλυση miRNA αναδύεται ως ένα ισχυρό εργαλείο που μπορεί να βελτιώσει την κατανόησή μας για την πολυπλοκότητα της νόσου και να συμβάλει στην ογκολογία ακριβείας.
47. Solitary fibrous tumor of the masticator space with unusual extension: a case report
GIOTAKIS E , ZARACHI A , DERKA S, PAVLIDIS G, LIANOU A, TSOUMANI V, LIONTOS A,
TSIAMBAS E, RAGOS V
Maedica J Clin Med 2024 Mar;19(1):154-159
Ιστορικό: Παρουσιάζουμε την περίπτωση ασθενούς με μονήρη ινώδη όγκο του μασητηρίου χώρου με ασυνήθιστη επέκταση.
Παρουσίαση περιστατικού: Γυναίκα 43 ετών παρουσίασε ανώδυνη μάζα με ενδοστοματική έκταση στη δεξιά παρειά. Το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία αποκάλυψαν την επέκταση του όγκου. Η βιοψία που πραγματοποιήθηκε με τοπική αναισθησία δημιούργησε την υποψία ενός μονήρους ινώδους όγκου. Η εκτομή του όγκου περιελάμβανε προεγχειρητικό εμβολισμό όγκου. Η χειρουργική αφαίρεση του όγκου περιελάμβανε μερική παρωτιδεκτομή δεξιά, εκτομή του μέσου τμήματος του ζυγωματικού οστού και σταθεροποίηση του οστού με πλάκα, κινητοποίηση του όγκου από τον γναθιαίο κόλπο και τον πτερυγοϋπερώιο βόθρο μέσω ενδοσκοπικής προσέγγισης και προσπέλασης μέσω μερικής εκτομής του πρόσθιου τοιχώματος του γναθιαίου κόλπου μετά τον εντοπισμό και τη διάσωση του υποκογχίου νεύρου. Τα ιστολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τη διάγνωση του μονήρους ινώδους όγκου. Η θεραπεία του ασθενούς ολοκληρώθηκε με ακτινοθεραπεία και 2,5 χρόνια αργότερα, υπήρξε υποτροπή στη δεξιά κροταφική περιοχή.
Συμπεράσματα: Εξ όσων γνωρίζουμε, αυτή είναι η δεύτερη αναφερόμενη περίπτωση μονήρους ινώδους όγκου που εμφανίζεται στο μασητήριο χώρο και η μόνη περίπτωση με επέκταση ενδοστοματικά και στους παραρρινίους κόλπους. Ο εμβολισμός του όγκου και η πλήρης χειρουργική εκτομή είναι οι πιο συχνά συνιστώμενες θεραπείες.
48. Tumor ablation including carotid artery resection and simultaneous reconstruction: A retrospective study.
BINI A, KLONARIS C, DERKA S, STAVRIANOS S
J Craniomaxillofac Surg. 2024 Mar 26:S1010-5182(24)00116-1
Σκοπός της μελέτης είναι η ανασκόπηση της χειρουργικής προσέγγισης και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων σε περιπτώσεις κακοήθων όγκων κεφαλής και τραχήλου με διήθηση της έσω καρωτίδας.
Η ανατομική θέση του πρωτοπαθούς όγκου ποικίλλει συμπεριλαμβανομένου καρκινώματος δεξιάς αμυγδαλής με μεταστατική νόσο στον τράχηλο, ενός υποτροπιάζοντος μεταστατικού όγκου τραχήλου μετά από λαρυγγεκτομή για πρωτοπαθές καρκίνωμα γλωττίδας και μεταστατικό κακοήθες μελάνωμα άγνωστης πρωτοπαθούς εστίας. Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχε διήθηση και επομένως εκτομή της καρωτίδας. Διεξήχθη εκτεταμένη παράκαμψη Javid μεταξύ της κοινής καρωτίδας (CCA) και της έσω καρωτίδας (ICA), ακολουθούμενη από μεταμόσχευση CCA με παρεμβολή μοσχεύματος σαφηνούς φλέβας.
Ο συνολικός αριθμός ασθενών ήταν τρεις. Με κλινική εξέταση, παρακολούθηση και διπλή σάρωση, αναλύθηκαν η βατότητα των καρωτιδικών μοσχευμάτων, οι αγγειακές και μη αγγειακές επιπλοκές, η υποτροπή της νόσου και η επιβίωση.
Η διήθηση της έσω καρωτίδας προμηνύει κακή πρόγνωση. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η εκτομή της καρωτίδας ακολουθούμενη από την κατάλληλη αποκατάσταση, δίνει μια ευκαιρία για θεραπεία ή μπορεί να προσφέρει ανακούφιση.
49. Influence of analytical procedures on miRNA expression analyses in saliva samples
SCHEURER M, WAGNER A, SAKKAS A, PIETZKA S, DERKA S, VAIRAKTARI G, WILDE F, SCHRAMM A, BAUER A, SIEBERT R, AMMERPOHL O, EBELING M
J Craniomaxillofac Surg. 2024 Jun;52(6):748-754.
Σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να καταδείξει την επίδραση διαφορετικών αναλυτικών διαδικασιών και τεχνικών στο προφίλ έκφρασης miRNA σε υγιή άτομα ελέγχου και ασθενείς με όγκο χρησιμοποιώντας το μοντέλο στοματικού ακανθοκυτταρικού καρκινώματος (OSCC) και να παρουσιάσει την τεχνική και βιολογική επαναληψιμότητα. Τα σωματικά υγρά όπως το σάλιο είναι κατάλληλα για μη επεμβατική ανάλυση miRNA. Ήταν τεχνικά δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ δειγμάτων υγιών και ασθενών με βάση το προφίλ έκφρασης miRNA που βρέθηκε. Ανεξάρτητα από τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται, φαίνεται να είναι εφικτή η καλή τεχνική επαναληψιμότητα των αποτελεσμάτων. Από την άλλη πλευρά, η βιολογική επαναληψιμότητα ήταν ανεπαρκής, γι’ αυτό συνιστάται η άμεση δειγματοληψία και ο προσδιορισμός της αλληλουχίας. Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι κακοήθεις βλάβες μπορούν να ανιχνευθούν χρησιμοποιώντας miRNA signatures που εξάγονται από το σάλιο. Αυτό θα μπορούσε να ενθαρρύνει περαιτέρω έρευνα για τη δημιουργία τυποποιημένων πρωτοκόλλων και κιτ για τη συλλογή δειγμάτων, την εξαγωγή miRNA, την αλληλουχία και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων.
50. Porcine Derived Acellular Derma Matrix for Temporary Soft Tissue Coverage In Locally Advanced Angiosarcoma Of The Face – A Soft Tissue Odyssey?
EBELING M, SAKKAS A, DERKA S, SCHEURER M, SCHRAMM A, WILDE F, PIETZKA S
In Vivo. 2024 Jul–Aug;38(4):1911-1916
Τα αγγειοσαρκώματα του προσώπου είναι σπάνια αλλά η θεραπευτική τους αντιμετώπιση είναι συχνά μια πρόκληση, λόγω της προέλευσής τους από τους στηρικτικούς ιστούς των αιμοφόρων ή των λεμφικών αγγείων. Η επίτευξη της βέλτιστης ισορροπίας μεταξύ ογκολογικής αποτελεσματικότητας και αισθητικού αποτελέσματος απαιτεί μια διεπιστημονική προσέγγιση, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου απαιτείται ριζική εκτομή R0. Καθυστερήσεις συμβαίνουν συχνά, ειδικά κατά τη διάρκεια ιστοπαθολογικών εξετάσεων, γεγονός που μπορεί να περιπλέξει την πρωτογενή πλαστική αποκατάσταση πριν από τα τελικά ιστοπαθολογικά ευρήματα. Για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, η χρήση ακυτταρικής δερματικής μήτρας χοίρειας προέλευσης, για προσωρινή κάλυψη μαλακών ιστών έχει αναδειχθεί ως μια βιώσιμη επιλογή. Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε καταστάσεις όπου οι ταχείες βιοψίες ενέχουν τον κίνδυνο απώλειας κρίσιμων ανατομικών δομών και η διεγχειρητική διάγνωση δεν είναι εφικτή. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει την ικανοποιητική κάλυψη του τραύματος και δημιουργία κοκκιώδους ιστού, κατά τη διάρκεια των διαγνωστικών φάσεων, ανοίγοντας το δρόμο για ογκολογικά διαχειρίσιμες καταστάσεις και λειτουργική αποκατάσταση. Η πρόθεση αυτής της αναφοράς περίπτωσης ήταν να δείξει ότι η προσωρινή κάλυψη μαλακών ιστών με ακυτταρική δερματική μήτρα χοίρειας προέλευσης είναι μια αξιόπιστη επιλογή στη ογκοχειρουργική σπάνιων και πολύπλοκων περιστατικών.
51. Fibula grafting for oromandibular reconstruction and its effect on patient’s daily life - A scoping review.
EBELING M, HAGMANN A, DERKA S, SCHRAMM A, WILDE F, SCHEURER M, PIETZKA S, SAKKAS A
IN VIVO. 2024 JUL–AUG;38(4):1537-1545
Ο οστεοδερματικός κρημνός της περόνης έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για την ογκολογική οστική αποκατάσταση τόσο της κάτω γνάθου όσο και της άνω γνάθου. Οι πρώιμες και όψιμες νοσηρότητες της δότριας χώρας, όπως αδυναμία του ποδιού, αστάθεια του αστραγάλου, περιορισμένη κινητικότητα του αστραγάλου, κατάγματα κνήμης ή πόνος στην περιοχή της τομής είναι καλά τεκμηριωμένες, ωστόσο, υπάρχει έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τις επιπτώσεις του μοσχεύματος περόνης στην καθημερινή ζωή του ασθενούς . Για την διερεύνηση αυτού του ζητήματος, πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική αναζήτηση στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων PubMed για τον εντοπισμό όλων των σχετικών μελετών και ανασκοπήσεων την περίοδο 2010-2022. Τα πιθανά ενοχλήματα μετά από ελεύθερη μεταμόσχευση περόνης και ο αντίκτυπός τους σε διαφορετικούς τομείς της καθημερινής ζωής εντοπίστηκαν και αξιολογήθηκαν. Η παρούσα βιβλιογραφική ανασκόπηση έδειξε ότι η νοσηρότητα της δότριας περιοχής μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την καθημερινή ζωή των ασθενών, αν και γενικά μπορεί να ταξινομηθεί ως ελάχιστη, λαμβάνοντας υπόψη το λειτουργικό και αισθητικό όφελος της στοματογναθικής αποκατάστασης, που είναι σαφώς μεγαλύτερο από τα συναφή επακόλουθα. Ωστόσο, οι συγγραφείς αυτής της ανασκόπησης υπογραμμίζουν τη σημασία μιας ολοκληρωμένης κλινικής αξιολόγησης και της δότριας περιοχής εκτός από τη λήπτρια περιοχή, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων παρακολούθησης. Αυτό θα βοηθούσε να αξιολογηθούν υποκειμενικά οι λειτουργικοί και αισθητικοί περιορισμοί από την πλευρά του ασθενούς και να εντοπιστούν έγκαιρα νοσηρότητες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μακροπρόθεσμες πρόσθετες επιπλοκές.
52. FGFR2 and NOTCH1 Expression Inversely Correlated in Progressive Cutaneous Carcinogenesis in an Experimental Mouse Model
VAIRAKTARI G, SCHRAMM A, VAIRAKTARI E, DERKA S, SAKKAS A, LEFANTZIS N, DIAMANTOPOULOU S, VYLLIOTIS A, LAZARIS A, EBELING M, VASSILIOU S
- J. Pers. Med. 2024, 14(7), 729
Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της έρευνας ήταν να αξιολογήσει την ενεργοποίηση των ογκογονιδίων NOTCH1 και FGFR2 στην πρόκληση καρκίνου του δέρματος σε ποντίκια FVB/N μέσω μιας σταδιακής χημικής διαδικασίας. Σαράντα θηλυκά ποντίκια FVB/N, ηλικίας τεσσάρων εβδομάδων, χωρίστηκαν τυχαία σε μια ομάδα ελέγχου (n = 8) και σε δύο πειραματικές ομάδες (Ομάδα Α: n = 16, Ομάδα Β: n = 16). Οι ομάδες υπεβλήθηκαν σε μια διαδικασία καρκινογένεσης δύο σταδίων. Αυτό περιλάμβανε μια αρχική εφαρμογή 97,4 nmol DMBA σε ξυρισμένο δέρμα της πλάτης, ακολουθούμενη από εφαρμογές 32,4 nmol TPA μετά από δεκατρείς εβδομάδες για την Ομάδα Α και μετά από είκοσι εβδομάδες για την Ομάδα Β. Η ομάδα ελέγχου δεν έλαβε καμία θεραπεία. Οι δερματικές βλάβες παρακολουθούνταν σε εβδομαδιαία βάση, για την ανίχνευση της ανάπτυξης όγκου. Μετά το πείραμα, τα ζώα υποβλήθηκαν σε ευθανασία για περαιτέρω δειγματοληψία ιστού. Η εξέταση των δερματικών βλαβών στις πειραματικές ομάδες έδειξε συσχέτιση με την εξέλιξη του όγκου, από δυσπλασία έως καρκίνωμα. Τα δείγματα όγκου αξιολογήθηκαν τόσο ιστολογικά όσο και ανοσοϊστοχημικά. Συγκεκριμένα, η έκφραση NOTCH1 ήταν υψηλότερη σε καλοήθεις, προκαρκινικούς και κακοήθεις όγκους σε σύγκριση με τον φυσιολογικό ιστό. Το μέσο ποσοστό της θετικής έκφρασης NOTCH1 ήταν παρόμοιο στους κακοήθεις όγκους από ότι στους καλοήθεις όγκους. Ομοίως, η έκφραση του FGFR2 ήταν αυξημένη σε προκαρκινικούς και κακοήθεις όγκους με σημαντικά υψηλότερη έκφραση σε προκαρκινικές βλάβες σε σύγκριση με τον φυσιολογικό ιστό. Επιπλέον, το μέσο ποσοστό της θετικής έκφρασης FGFR2 σε κακοήθεις όγκους ήταν παρόμοιο με τους καλοήθεις όγκους. Αυτή η μελέτη καταδεικνύει μια σημαντική αύξηση στην έκφραση ογκογονιδίων NOTCH1 και FGFR2 σε προκαρκινικές και κακοήθεις δερματικές βλάβες σε σύγκριση με τον φυσιολογικό ιστό σε ποντικούς FVB/N. Αυτό υποδηλώνει μια πρώιμη συμμετοχή αυτών των ογκογονιδίων στην ανάπτυξη όγκων του δέρματος.
53. Pleomorphic adenoma of minor salivary glands: a rare case report.
LIANOU A, ZARACHI A, DERKA S, SIOKA C, RAGKOS N, LIONTOS A, TSIAMBAS E, ASIMAKOPOULOS A, RAGKOS V
Maedica J Clin Med. 2024; 19(2): 434-438
Το πλειόμορφο αδένωμα είναι ένα μη καρκινικό νεόπλασμα που αναπτύσσεται στους σιελογόνους αδένες. Η προέλευση από ελάσσονες σιελογόνους αδένες είναι εξαιρετικά σπάνια και επηρεάζει κυρίως τις γυναίκες. Η μέγιστη επίπτωση παρατηρείται μεταξύ 40 και 60 ετών. Συνήθως εμφανίζεται ως αργά αναπτυσσόμενος, ανώδυνος, συμπαγής όγκος που δεν προκαλεί έλκωση στον υπερκείμενο βλεννογόνο. Εδώ, μια 47χρονη γυναίκα παρουσίασε οίδημα στον στοματικό βλεννογόνο μετά από χειρουργική εξαγωγή πλειόμορφου αδενώματος πριν από τρία χρόνια. Η διόγκωση ήταν συμπαγής με σαφώς καθορισμένα όρια. Διεξήχθη βιοψία εκτομής υπό γενική αναισθησία, με αποτέλεσμα την ολική αφαίρεση της μάζας. Η ιστολογική εξέταση αποκάλυψε την ύπαρξη ενός υποτροπιάζοντος πλειόμορφου αδενώματος. Αυτό το περιστατικό τονίζει τη σημασία της αντιμετώπισης αυτής της κλινικής οντότητας ως πιθανής αιτιολογίας για επίμονα, ανώδυνα και ενδοστοματικά οιδήματα.
54. AKT and PERP Show Higher Expression in Precancerous than in Malignant Skin Neoplasms: Profiling in an Animal Model of Sequential Skin Carcinogenesis
VAIRAKTARI E, SCHRAMM A, VAIRAKTARI G, DERKA S, WILDE F, SAKKAS A, YAPIJAKIS C, KOURI M, BALAKAS A, LAZARIS A, EBELING M, VASSILIOU S
- J. Pers. Med.2024, 14(8), 790
Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της μελέτης ήταν να αξιολογήσει την ενεργοποίηση των ογκογονιδίων PERP και Akt στην πρόκληση καρκίνου του δέρματος σε ποντικούς FVB/N με μια σταδιακή χημική διαδικασία. Σαράντα θηλυκά ποντίκια FVB/N ηλικίας τεσσάρων εβδομάδων χωρίστηκαν τυχαία σε μια ομάδα ελέγχου (n = 8) και σε δύο πειραματικές ομάδες (ομάδα Α: n = 16, ομάδα Β: n = 16). Στη μελέτη, οι ομάδες υποβλήθηκαν σε διαδικασία καρκινογένεσης δύο σταδίων. Αυτό συνίστατο σε μια αρχική εφαρμογή 97,4 nmol DMBA σε ξυρισμένο δέρμα στην πλάτη, ακολουθούμενη από εφαρμογές 32,4 nmol TPA μετά από δεκατρείς εβδομάδες για την ομάδα Α και μετά από είκοσι εβδομάδες για την ομάδα Β. Η ομάδα ελέγχου δεν έλαβε καμία θεραπεία. Οι δερματικές καταστάσεις παρακολουθούνταν εβδομαδιαία για ανάπτυξη όγκου. Στο τέλος του πειράματος, τα ζώα υποβλήθηκαν σε ευθανασία για περαιτέρω δειγματοληψία ιστού. Η εξέταση των δερματικών βλαβών στις πειραματικές ομάδες έδειξε συσχέτιση με την εξέλιξη του όγκου, που κυμαίνεται από δυσπλασία έως καρκίνωμα. Τα δείγματα όγκου εξετάστηκαν τόσο ιστολογικά όσο και ανοσοϊστοχημικά. Σημειωτέον, και η έκφραση PERP ήταν υψηλότερη σε προκαρκινικούς όγκους από ό,τι σε κακοήθεις όγκους. Οι διαφορές στην έκφραση μεταξύ προκαρκινικών και καλοήθων όγκων παρέχουν περαιτέρω στοιχεία για το ρόλο του PERP και του Akt στη μετάβαση από καλοήθη σε κακοήθη στάδια. Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τους κρίσιμους ρόλους των PERP και Akt στην παθογένεση του καρκίνου του δέρματος και υποδεικνύουν τις δυνατότητές τους ως βιοδείκτες για έγκαιρη ανίχνευση και στόχους για θεραπευτική παρέμβαση.
55. Hemifacial Microsomia Surgical Approach and Anotia Reconstruction: A Case Report
BINI A, DERKA S, STAVRIANOS S
In Vivo 38: (2024) doi:10.21873/in vivo.11
Ιστορικό/Στόχος: Η ημιπροσωπική μικροσωμία (HFM) είναι η δεύτερη πιο συχνή συγγενής ανωμαλία της κρανιογναθοπροσωπικής χώρας, μετά την χειλεοσχιστία-υπερώιοσχιστία. Αυτή η δυσπλασία χαρακτηρίζεται από ετερόπλευρη υποπλασία κάτω γνάθο και ώτων. Η θεραπεία ποικίλλει και εξαρτάται από τους διαφορετικούς φαινότυπους. Οι σοβαρές δυσπλασίες απαιτούν πολλαπλές επανορθωτικές επεμβάσεις για την αντιμετώπιση των ασυμμετριών του προσώπου. Αυτή η μελέτη είχε ως στόχο την ανασκόπηση της χειρουργικής προσέγγισης και την αξιολόγηση του μετεγχειρητικού αποτελέσματος, περιστατικού με δεξιά ημιπροσωπική μικροσωμία και ανωτία.
Αναφορά περίπτωσης: Ασθενής γυναίκα 35 ετών μετά από πολλαπλές επεμβάσεις με τοποθέτηση μοσχεύματος στη κάτω γνάθο δεξιά λόγω ημιπροσωπικής μικροσωμίας, χειρουργήθηκε για αποκατάσταση του ωτός. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ένα τρισδιάστατο custom made Medpor (porex), καλυμμένο από την επιπολής κροταφική περιτονία. Στη συνέχεια, λόγω φλεγμονής και μερικής έκθεσης του εμφυτεύματος, χρησιμοποιήθηκε κρημνός κροταφίτη μαζί με την εν τω βάθει κροταφική περιτονία ως επιχείρηση διάσωσης. Δέκα μήνες αργότερα, η ασθενής υποβλήθηκε σε face lifting σε συνδυασμό με ανοιχτή ρινοπλαστική. Πραγματοποιήθηκαν οστεοτομίες Lefort I και επιμήκυνση του χείλους. Η ανακατασκευή της έλικας του αυτιού ολοκληρώθηκε με περιστροφικό κρημνό από το τριχωτό της κεφαλής μετά από διεύρυνση του ιστού.
Η ασθενής είχε μια μη επιπλεγμένη μετεγχειρητική πορεία με ένα αισθητικά αποδεκτό αποτέλεσμα.
Συμπέρασμα: Ως συγγενής διαταραχή, η ημιπροσωπική μικροσωμία είναι παρούσα κατά τη γέννηση και η επιτυχής αποκατάσταση είναι θεμελιώδους σημασίας για την ομαλή ένταξη αυτών των ατόμων στην κοινωνία. Οι πολλαπλές ασυμμετρίες, οι επηρεαζόμενες τοπογραφικά περιοχές του προσώπου, καθώς και η έναρξη σε νεογνική ηλικία, αποτελεί πρόκληση για την επανορθωτική χειρουργική.
56. Stratifying skin cancer patients and guiding treatment decisions through combined p53 and p63 expression analysis
VAIRAKTARI G, VAIRAKTARI E, SCHRAMM A, DERKA S, PAPAKOSTA V, STAVRIANOS S, BINI
A, SAKKAS A, KOURI M, VYLLIOTIS A, LAZARIS A, EBELING M.
In Vivo (Έχει γίνει δεκτή για δημοσίευση)
Σκοπός: Ο κύριος στόχος αυτής της μελέτης ήταν η αξιολόγηση του ρόλου του p53 και του p63 στη χημική πρόκληση καρκίνου του δέρματος σε ποντίκια FVB/N.
Υλικά και Μέθοδος: Ποντίκια FVB/N, ηλικίας 44 εβδομάδων, κατανεμήθηκαν τυχαία σε μια από τρεις ομάδες: μια ομάδα ελέγχου (n=8) και δύο πειραματικές ομάδες (Ομάδα Α: n=16, Ομάδα Β: n=16). Η μελέτη χρησιμοποίησε μια διαδικασία καρκινογένεσης δύο σταδίων. Αυτό περιελάμβανε μια αρχική εφαρμογή 97,4 nmol DMBA σε ξυρισμένο δέρμα στην πλάτη και ακολούθησε με εφαρμογές 32,4 nmol TPA μετά από δεκατρείς εβδομάδες για την ομάδα Α και μετά από είκοσι εβδομάδες για την Ομάδα Β. Η ομάδα ελέγχου δεν έλαβε καμία θεραπεία. Η ανάπτυξη των όγκων στο δέρμα παρακολουθούνταν εβδομαδιαία, και στο τέλος του πειράματος, η τα ζώα υποβλήθηκαν σε ευθανασία για περαιτέρω συλλογή δειγμάτων ιστού.
Αποτελέσματα: Η εξέταση των δερματικών βλαβών στις πειραματικές ομάδες αποκάλυψε συσχέτιση με την εξέλιξη του όγκου, που κυμαίνεται από δυσπλασία έως καρκίνωμα. Τα δείγματα αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας τόσο ιστολογικές όσο και ανοσοϊστοχημικές τεχνικές.
Σημειωτέον, υπήρξε σημαντική διαφορά στην έκφραση του ρ53 και του ρ63 στις καλοήθεις και προκαρκινικές δερματικές βλάβες σε σύγκριση με κακοήθεις όγκους.
Συμπέρασμα: Οι παρατηρούμενες διαφορές στην έκφραση p53 και p63 μεταξύ καλοήθων, προκαρκινικών και κακοήθων όγκων, παρέχουν περαιτέρω στοιχεία για τους διακριτούς ρόλους τους σε την ανάπτυξη κακοήθων όγκων του δέρματος. Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τους κρίσιμους ρόλους του p53 και p63 στην παθογένεση του καρκίνου του δέρματος, υποδηλώνοντας τις δυνατότητές τους ως βιοδείκτες για έγκαιρη ανίχνευση και ως στόχοι για θεραπευτική παρέμβαση.