Επεμβάσεις Χειρουργικής Στόματος για Ακρορριζεκτομή & Αφαίρεση Εγκλείστων
Ακρορριζεκτομή
Η Ακρορροζεκτομή γίνεται σε Δόντια που είναι τερηδονισμένα και δεν αντιδρούν στα ερεθίσματα (θερμικά ή ηλεκτρικά). Τότε απαιτείται να γίνει ενδοδοντική Θεραπεία (απονεύρωση) που είναι αυτό που χρειάζεται ένα βαθιά τερηδονισμένο ή νεκρό δόντι για να σωθεί και να αποφευχθεί η εξαγωγή του.
Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, όπως η ύπαρξη περιακρορριζικής αλλοίωσης, η απονεύρωση συνήθως δεν επαρκεί για να σωθεί το δόντι. Η τελευταία λύση πριν την εξαγωγή είναι η διενέργεια ακρορριζεκτομής.
Ακρορριζεκτομή είναι η επέμβαση που στοχεύει στην εκτομή του ακρορριζίου, δηλαδή του ακραίου ενδοστικού τμήματος της ρίζας του δοντιού.
Στόχος της επέμβασης είναι να αφαιρέσει τυχόν περιακρορριζικά στοιχεία Φλεγμονής (περιακρορριζικά κοκκιώματα διαμέτρου μέχρι 5 χιλιοστά), αλλά και κατά το δυνατόν να εξασφαλίσει ότι η εναπομείνασα (μετά την εκτομή) ρίζα του δοντιού είναι στείρα μικροβίων.
Η επέμβαση σχεδόν πάντα έχει πολύ καλή πορεία και μετεγχειρητικά ο ασθενής συνήθως δεν αντιμετωπίζει κανένα σοβαρό πρόβλημα.
Γίνεται μια μικρή τομή στα ούλα, στην περιοχή που αντιστοιχεί στο ακρορρίζιο του δοντιού, δημιουργείται ένα μικρό οστικό παράθυρο και αποκαλύπτεται το ακρορρίζιο του δοντιού. Αφαιρείται το ακρορρίζιο και γίνεται χειρουργικός καθαρισμός της περιοχής γύρω από αυτό για να εξαλειφθούν εστίες μικροβίων που έχουν δημιουργήσει την περιακρορριζική Φλεγμονή. Στις περιπτώσεις που ενδείκνυται, γίνεται και ανάστροφη έμφραξη της ρίζας.
Τοποθετούνται ράμματα που αφαιρούνται σε μια εβδομάδα. Ο ασθενής καλύπτεται με αντιβίωση. Είναι αναμενόμενο ένα ελαφρό οίδημα. Ο πόνος συνήθως είναι ήπιος και ελέγχεται πλήρως με τα συνήθη παυσίπονα.
Εξαγωγές δοντιών
Η θεραπεία και η διατήρηση των φυσικών δοντιών είναι o στόχος κάθε οδοντιατρικής θεραπείας. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, όπως όταν το δόντι:
- Είναι πολύ κατεστραμμένο και δεν υπάρχει ελπίδα διάσωσής του με απονεύρωση.
- Έχει υποστεί κάταγμα ρίζας.
- Έχει πολύ μεγάλη κινητικότητα, λόγω περιοδοντίτιδας.
- Επηρεάζει την ορθοδοντική θεραπεία.
- Είναι έγκλειστο ή ημιέγκλειστο και προκαλεί κατ’ εξακολούθηση Φλεγμονές.
Η αφαίρεση ακόμη και ενός μόνο δοντιού μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα, όπως:
- Μείωση της μασητικής ικανότητας
- Απορρόφηση του φατνιακού οστού
- Προβλήματα με τη άρθρωση των γνάθων
- Μετατόπιση των δοντιών με διαταραχή της σύγκλεισης των δοντιών, που θα δημιουργήσει προβλήματα από την Κροταφογναθική Διάρθρωση.
- Όλα αυτά έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οδοντική σας υγεία.
Η τοποθέτηση Εμφυτεύματος αμέσως μετά την εξαγωγή του δοντιού είναι συνήθως η λύση.
Αυτό βέβαια που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι ΔΕΝ εγκαταλείπουμε τη Στοματική μας Υγεία, γιατί έχουμε τη λύση … να βάλουμε Εμφυτεύματα.
ΤΑ ΕΜΦΥΤΕΥΜΑΤΑ υποκαθιστούν ΕΛΛΕΙΠΟΝΤΑ δόντια, που ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΕΛΠΙΔΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ.
Με άλλα λόγια ΔΕΝ ΒΓΑΖΟΥΜΕ τα δικά μας ΔΟΝΤΙΑ για να βάλουμε ΕΜΦΥΤΕΥΜΑΤΑ.
Έγκλειστα δόντια
Η αφαίρεση ενός εγκλείστου δοντιού είναι μια συχνή χειρουργική επέμβαση, που όμως απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή.Έγκλειστο δόντι είναι αυτό που δεν έχει ανατείλει κανονικά και βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα στο οστούν της άνω ή/και της κάτω γνάθου. Συνήθως αφορά τους τρίτους γομφίους (γνωστοί στην καθομιλουμένη ως Φρονιμίτες ή άλλως Σωφρονιστήρες) και τους έγκλειστους κυνόδοντες.
Ευγενή ανατομικά μόρια γειτνιάζουν με έγκλειστα δόντια, όπως το γλωσσικό νεύρο, το κάτω φατνιακό νεύρο, το ιγμόρειο κ.ά. .
Τραυματισμός κάποιου νευρικού κλάδου μπορεί να δημιουργήσει διάφορα προβλήματα, όπως πχ τραυματισμός του κάτω φατνιακού νεύρου προκαλεί απώλεια της αισθητικότητας στο κάτω χείλος.
Το κάτω φατνιακό νεύρο γειτνιάζει με τις ρίζες ενός εγκλείστου κάτω γομφίου.
Επομένως ακόμη και αυτή η απλή επέμβαση χρειάζεται ιδιαίτερη εμπειρία του επεμβαίνοντος, για να αποφύγουμε τυχόν επιπλοκές.
Τα έγκλειστα δόντια πρέπει να αφαιρούνται, γιατί έχουν την τάση να μετακινούνται προς τη μέση γραμμή της Γνάθου και η πίεση που ασκούν στα διπλανά τους δόντια δημιουργεί μυϊκή δυσλειτουργία, που εκδηλώνεται με μυϊκό σπασμό και πόνο.
Ο πόνος αυτός αρκετά συχνά μπορεί να γίνει πολύ έντονος, γεγονός που κάνει τον ασθενή ιδιαίτερα ανήσυχο, οπότε επισκέπτεται γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων και συχνά του δίδεται η διάγνωση της Νευραλγίας του Τριδύμου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το ΒΙΒΛΙΟ μας για τη ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΣΤΟΜΑΤΟΣ
Η αρίθμηση των εικόνων αντιστοιχεί με την υπάρχουσα στο Βιβλίο μας, ενώ κάποιες επιμέρους απεικονίσεις του Χειρουργικού πεδίου παρακάμπτονται, διότι δεν αφορούν τον ΜΗ Ειδικό.
Α. Ακρορριζεκτομή
Ο όρος “Ακρορριζεκτομή” αναφέρεται στη χειρουργική αφαίρεση του ακρορριζικού τμήματος ενός δοντιού. Θα ήταν όμως πιο δόκιμος ο όρος “περιακρορριζική χειρουργική” για να περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η βλάβη εντοπίζεται παραπλεύρως της ρίζας. Τέτοιο παράδειγμα είναι η διάτρηση της ρίζας στο μέσο τριτημόριο από την τοποθέτηση ενδοριζικού άξονα, ο οποίος έχει εξέλθει στον περιοδοντικό σύνδεσμο. Η Ακρορριζεκτομή ως επέμβαση γίνεται ουσιαστικά σε όλα τα δόντια, αλλά συχνότερα στα πρόσθια, λόγω της ευκολότερης προσπέλασης των ακροριζίων τους.
Ενδείξεις Ακρορριζεκτομής
Παρά τις εξελίξεις στον τομέα της ενδοδοντίας υπάρχουν ακόμα αποτυχίες, λόγω παραμονής του μικροβιακού παράγοντα. Συνήθως γίνεται επανάληψη της θεραπείας. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου πρέπει να γίνει Ακρορριζεκτομή, διότι η συμβατική ενδοδοντική θεραπεία δεν μπορεί να επαναληφθεί ή να ολοκληρωθεί σωστά. Τέτοιες περιπτώσεις είναι:
- Έντονα κεκαμένες ρίζες
- Ενασβεστιωμένοι ριζικοί σωλήνες
- Σπασμένα εργαλεία στο ριζικό σωλήνα τα οποία δεν μπορούν να αφαιρεθούν
- Παρουσία ενδορριζικών αξόνων που στηρίζουν μία προσθετική αποκατάσταση
- Διάτρηση της ρίζας
- Προώθηση ξένου σώματος (εργαλείου ή εμφρακτικού υλικού) στους περιακρορριζικούς ιστούς.
- Κάταγμα του ακρορριζικού τριτημορίου
- Ανωμαλίες δοντιών (Dens in dente)
Επιπλέον σε μεγάλες οστεολυτικές αλλοιώσεις οδοντικής αιτιολογίας η συμβατική ενδοδοντική θεραπεία δεν μπορεί να προσφέρει από μόνη της πάντα λύση, οπότε κρίνεται απαραίτητη η χειρουργική αφαίρεση της αλλοίωσης σε συνδυασμό με ακρορριζεκτομή και ενδεχομένως ανάστροφη έμφραξη των εμπλεκομένων δοντιών.
Τέλος υπάρχουν και περιπτώσεις όπου χρειάζεται να γίνει Ακρορριζεκτομή, διότι ενώ η ενδοδοντική θεραπεία έχει ολοκληρωθεί σωστά, παρόλα αυτά παραμένει ενεργός περιακρορριζική φλεγμονή.
Αντενδείξεις Ακρορριζεκτομής
Η ακρορριζεκτομή δεν θα πρέπει να εκτελείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει βαριά περιοδοντική νόσος όπου έχουμε μεγάλη απώλεια οστού και κρίνεται επισφαλής η μετέπειτα οστική στήριξη του δοντιού.
Επίσης, σε περιπτώσεις δοντιών με μη ικανοποιητικό μήκος ρίζας και σε περιπτώσεις σοβαρών συστηματικών παθήσεων όπου ένα χειρουργικό στρες επιβαρύνει σημαντικά τον άρρωστο, χωρίς να προσθέτει ουσιαστικό όφελος μετά την επέμβαση.
Επέμβαση Ακρορριζεκτομής
Σε κάθε περίπτωση προτού επιχειρηθεί η επέμβαση της ακρορριζεκτομής θα πρέπει να έχει προηγηθεί η προετοιμασία και η ερμητική έμφραξη του ριζικού σωλήνα. Φυσικά να έχει γίνει προεγχειρητική απεικονιστική επιβεβαίωση κυστικών ή κοκκιωματωδών οστεολυτικών αλλοιώσεων αντίστοιχα με το υπεύθυνο δόντι. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι όταν γίνονται στον ίδιο χρόνο η έμφραξη του ριζικού σωλήνα και η ακρορριζεκτομή ή όταν η έμφραξη δεν είναι πλήρης στο εναπομένον τμήμα της ρίζας, μετά την ακρορριζεκτομή οι πιθανότητες αποτυχίας αυξάνονται σημαντικά.
1. Δείτε τα στάδια της Επέμβασης για Ακρορριζεκτομή
Α) Σχεδιασμός κρημνού
Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί κρημνοί που μπορούν να αναπτυχθούν προκειμένου να προσπελαστεί η ακρορριζική βλάβη, ο ημισεληνοειδής, ο τραπεζοειδής και ο σχήματος “L” (Εικόνα 40.31).
Β) Αφαίρεση οστού και εντοπισμός του ακρορριζίου
Μετά την αναπέταση του βλεννογονοπεριοστέου θα πρέπει να αφαιρεθεί το οστούν που καλύπτει το ακρορρίζιο του δοντιού και την υποκείμενη βλάβη (Εικόνα 40.32). Σκοπός της συγκεκριμένης επέμβασης είναι η θεραπεία της βλάβης με τη μικρότερη απώλεια οστού, για να μη μειωθεί η στηρικτική ικανότητα του δοντιού. Έτσι, ενώ είναι εύκολη η εντόπιση του ακρορριζίου στα πρόσθια δόντια, αντίθετα είναι ιδιαίτερα δύσκολη στα οπίσθια.
Γ) Αφαίρεση του ακρορριζίου
Ιδανικά, η εκτομή του ακρορριζίου πρέπει να γίνεται σε επίπεδο κάθετο προς τον επιμήκη άξονα του δοντιού, αλλά στην πράξη, για να διευκολύνεται ο Χειρουργός, τέμνεται με γωνία 45° ως προς τον επιμήκη άξονα του δοντιού, με κλίση παρειακή. Κανονικά αφαιρούνται 3 mm από το ακρορρίζιο με τη βοήθεια μίας αυλακωτής, κωνικής φρέζας (Εικόνες 40.33, 40.35).
Δ) Ανάστροφη έμφραξη (Εικόνα 40.36)
Μετά την Ακρορριζεκτομή, εάν η ενδοδοντική θεραπεία στην εναπομείνουσα ρίζα είναι πλήρης, δεν χρειάζεται να γίνει ανάστροφη έμφραξη. Αυτή είναι απαραίτητη μόνο, όταν το εμφρακτικό υλικό της ενδοδοντικής θεραπείας υπολείπεται σε μήκος και εύρος στο εναπομένον τμήμα του ριζικού σωλήνα. Στόχος σε αυτή την περίπτωση είναι η στεγανοποίηση του ριζικού σωλήνα και η απομόνωσή του από το περιβάλλον οστούν.
3. Κριτήρια επιτυχίας της Ακρορριζεκτομής και αίτια αποτυχίας
Μετά την Ακρορριζεκτομή τίθεται το ερώτημα εάν το συγκεκριμένο δόντι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσθετική αποκατάσταση. Στην περίπτωση που το δόντι παραμένει με ενεργό νόσο και μετά την Ακρορριζεκτομή θα πρέπει να αφαιρείται και η αποκατάσταση να γίνει ενδεχομένως με οδοντικό εμφύτευμα, ακόμα και ταυτόχρονα στην ίδια Επέμβαση, δηλαδή αμέσως μετά την αφαίρεση του δοντιού να τοποθετηθεί το Εμφύτευμα.
2. Επιπλοκές Ακρορριζεκτομής
1. Διεγχειρητικές
i. Αιμορραγία
ii. Πάνας, οίδημα, τρισμός
iii. Βλάβες παρακειμένων ανατομικών δομών
2. Μετεγχειρητικές
i. Διάσπαση του κρημνού μετά τη συρραφή
ii. Λοίμωξη
iii. Υπολείμματα αμαλγάματος στους περιακρορριξικούς ιστούς και χρώση του βλεννογόνου
iv. Παρεκτάπιση του υλικού ανάστροφης έμφραξης
Β. Χειρουργική αφαίρεση Εγκλείστων Δοντιών
Η χειρουργική αφαίρεση των εγκλείστων δοντιών είναι μία από τις πιο συχνές χειρουργικές πράξεις. Παρόλο που η πλειονότητα των ασθενών προσέρχεται για τη αφαίρεση των εγκλείστων τρίτων γομφίων, ένα μέρος αυτών επιθυμεί την αποκάλυψη άλλων εγκλείστων δοντιών με σκοπό την ορθοδοντική μετακίνησή τους στον οδοντικό φραγμό.
Σε κάθε περίπτωση η επέμβαση θα πρέπει να γίνεται από έμπειρο ιατρό, διότι έτσι ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες επιπλοκών και υπάρχει η δυνατότητα ορθής αντιμετώπισής τους, μειώνοντας στο ελάχιστο την επιβάρυνση του ασθενούς.
Ορισμός
Έγκλειστο θεωρείται ένα δόντι που δεν έχει εμφανιστεί στη φυσιολογική λειτουργική του θέση στον αναμενόμενο χρόνο ανατολής, με αποτέλεσμα να θεωρείται παθολογικό και να χρήζει αντιμετώπισης. Αν έχει ανατείλει εν μέρει στο φραγμό, θεωρείται ημιέγκλειστο.
Συχνότητα
Σχετικές έρευνες δείχνουν ότι πρώτοι σε συχνότητα έγκλεισης είναι οι τρίτοι γομφίοι της άνω γνάθου, ακολουθούμενοι από τους τρίτους γομφίους της κάτω. Στη συνέχεια έρχονται οι κυνόδοντες της άνω γνάθου. Σε μικρότερη συχνότητα εμφανίζονται έγκλειστοι οι κάτω προγόμφιοι, ακολουθούμενοι από τους προγομφίους της άνω γνάθου. Πιο σπάνια ανευρίσκονται έγκλειστοι οι τομείς και οι πρώτοι γομφίοι.
Αιτιολογία και Παθογένεια των εγκλείστων
Τα έγκλειστα δόντια οφείλονται κυρίως σε τοπικούς παράγοντες και λιγότερο σε συστηματικούς.
Οι τοπικοί παράγοντες περιλαμβάνουν την ανεπάρκεια του μήκους του τόξου της φατνιακής ακρολοφίας, τον περιορισμό του διαθέσιμου χώρου για ανατολή λόγω απόκλισης των όμορων δοντιών, την έκτοπη τοποθέτηση ή μη σωστή θέση των οδοντικών σπερμάτων στις γνάθους, την παρατεταμένη παραμονή νεογιλών δοντιών στο φραγμό και τα υπεράριθμα δόντια.
Ενδείξεις αφαίρεσης των εγκλείστων ή ημιεγκλείστων δοντιών
Κάθε έγκλειστο δόντι μπορεί να προκαλέσει αρκετά προβλήματα που μπορούν να χαρακτηριστούν από ήπια έως σοβαρά. Εγκλεισμός ενός δοντιού δεν σημαίνει απαραίτητα τη δημιουργία προβλημάτων, αλλά ότι δυνητικά υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Με την πάροδο των ετών έχει συσσωρευτεί μια αρκετά μεγάλη εμπειρία, για τις ενδείξεις χειρουργικής αντιμετώπισης των εγκλείστων δοντιών. Υπάρχουν όμως και ορισμένες περιπτώσεις όπου δεν έχει επαρκώς τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα χειρουργικής αντιμετώπισης μέσα από καλά σχεδιασμένες προοπτικές μελέτες με επαρκή αριθμό περιστατικών. Αναφέρονται παρακάτω ορισμένες ενδείξεις:
Δείτε λεπτομερέστερα τις Ενδείξεις
1. Περιστεφανίτιδα (Εικόνα 40.1)
Όταν ένα δόντι δεν έχει ανατείλλει πλήρως στο φραγμό, αλλά μόνον ένα μέρος της μύλης του, τότε αυτό χαρακτηρίζεται ως ημιέγκλειστο. Σε αυτές τις περιπτώσεις στους ιστούς που περιβάλλουν τη μύλη του δοντιού μπορεί να προκληθεί φλεγμονώδης αντίδραση ίδια με την ουλίτιδα ή την περιοδοντίτιδα άλλων δοντιών, η οποία ονομάζεται περιστεφανίτιδα. Αυτή οφείλεται συχνότερα στον ημιέγκλειστο τρίτο γομφίο της κάτω γνάθου.
Η μέγιστη συχνότητα περιστεφανίτιδας παρατηρείται μεταξύ 20 και 30 ετών, ενώ μετά την ηλικία των 40 ετών η συχνότητα πέφτει σημαντικά.
Η έκταση και η σοβαρότητα ενός αποστήματος που δημιουργεί το συγκεκριμένο δόντι εξαρτάται από τη θέση και το βάθος εγκλεισμού του, όπως επίσης και από τη δυνατότητα παροχέτευσης του σχηματισθέντος πύου.
2. Τερηδόνα
Αυτή οφείλεται στον πλημμελή καθαρισμό της περιοχής από τις τροφές και στη συσσώρευση πλάκας. Συνήθως αναπτύσσεται στο ημιέγκλειστο δόντι ή στο παρακείμενο και αποτελεί συνήθη αιτία εξαγωγής του ημιεγκλείστου.
3. Εξωτερική ή εσωτερική απορρόφηση (Εικόνα 40.2)
Η άμεση γειτνίαση του τρίτου γομφίου με την άπω ρίζα του δευτέρου, ιδίως όταν ο τρίτος γομφίος έχει φορά οριζόντια ή εγγύς γωνιώδη, μπορεί να προκαλέσει σε αυτήν εξωτερική απορρόφηση.
4. Οδοντογενείς κύστεις και οδοντογενείς όγκοι (Εικόνα 40.3)
Τα ποσοστά δημιουργίας οδοντογενών κύστεων από εγκλείστους τρίτους γομφίους κυμαίνονται, όπως φαίνεται στη διεθνή βιβλιογραφία, από 1% έως και 2,31%.
5. Προσθετική αποκατάσταση
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου θα πρέπει να κατασκευαστεί κινητή ή ακίνητη προσθετική αποκατάσταση πάνω από ένα έγκλειστο δόντι. Σε αυτές τις περιπτώσεις το έγκλειστο δόντι θα πρέπει να αφαιρείται αν καλύπτεται μόνο από μαλθακούς ιστούς ή αν το πάχος του οστού που καλύπτει το δόντι είναι μικρότερο από 2 χιλιοστά.
6. Ορθοδοντική Θεραπεία
Η παρουσία των εγκλείστων τρίτων γομφίων, ιδιαίτερα της κάτω γνάθου, ως παραμέτρου που μπορεί να επηρεάσει την ορθοδοντική θεραπεία, έχει αποτελέσει θέμα έντονης αντιπαράθεσης.
7. Προσωπαλγία – ανεξήγητος πόνος
Πολλές φορές υπάρχει ένας πόνος δύσκολος να διαφοροδιαγνωστεί, τον οποίο ο ασθενής εντοπίζει στην περιοχή του εγκλείστου δοντιού. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν κλινικά και ακτινογραφικά δεδομένα για να αποδοθεί ο συγκεκριμένος πόνος στο έγκλειστο δόντι δικαιολογείται η εξαγωγή του, διότι τις περισσότερες φορές ο πόνος υποχωρεί.
8. Πιθανότητα κατάγματος κάτω γνάθου
Αναφέρεται ότι ασθενείς οι οποίοι εμπλέκονται σε αθλοπαιδιές με έντονη σωματική επαφή και μεγάλη πιθανότητα σύγκρουσης και τραυματισμού, όπως είναι οι πολεμικές τέχνες, το ράγκμπι, το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, θα πρέπει προληπτικά να αφαιρούν τους τρίτους γομφίους της κάτω γνάθου. Αυτό επιβάλλεται, γιατί η πιθανότητα κατάγματος της κάτω γνάθου αυξάνει λόγω της παρουσίας του εγκλείστου στη γωνία της κάτω γνάθου.
Χειρουργική αντιμετώπιση εγκλείστων δοντιών εκτός των τρίτων γομφίων
- Οι Κυνόδοντες είναι οι πιο συχνοί έγκλειστοι μετά τους φρονιμίτες. Συχνά ανατέλλουν με ορθοδοντική μετακίνηση.
(Εικόνες 40.19, 40.20, 40.23, 40.24)
Είναι τρίτοι σε έγκλειση μετά τους τρίτους γομφίους της κάτω και της άνω γνάθου. Το δόντι αυτό μπορεί να ανευρεθεί προστομιακά, υπερώια ή μεταξύ των ριζών των παρακειμένων δοντιών, με κλίση εγγύς, άπω, οριζόντια ή να έχει φορά κατακόρυφη.
Χρειάζεται αντιβίωση σε Χειρουργικές Εξαγωγές δοντιών?
Σε κάθε είδους επέμβαση, ανεξαρτήτως βαρύτητας, υπάρχει ο κίνδυνος της μετεγχειρητικής λοίμωξης, γι’ αυτό ο σκοπός του Χειρουργού είναι η πρόληψή της. Η χρήση ή όχι περιεγχειρητικής χημειοπροφύλαξης είναι ένα θέμα το οποίο αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των Χειρουργών. Γεγονός πάντως είναι ότι η πιθανότητα μετεγχειρητικής λοίμωξης συσχετίζεται περισσότερο με τη χειρουργική τεχνική και την εμπειρία του Χειρουργού παρά με τη χρήση ή όχι περιεγχειρητικής χημειοπροφύλαξης, διότι το ποσοστό της λοίμωξης χωρίς τη χορήγηση των αντιβιοτικών, σε έμπειρους Χειρουργούς, περιορίζεται σε 1% έως 5%.
Επομένως η προφυλακτική κάλυψη σε όλους δεν θεωρείται σωστή πρακτική και θα πρέπει να γίνεται μόνο σε αυστηρά επιλεγμένες περιπτώσεις.
Οι μέχρι τώρα συστάσεις για ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο ανάπτυξης λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας ήταν η κλασική χορήγηση μιας εφ’ άπαξ δόσης 2 gr Amoxicillin 1 ώρα πριν την επέμβαση. Όμως δεδομένα που προκύπτουν από καλά σχεδιασμένες προοπτικές μελέτες, όπως και από μετααναλύσεις παλαιότερων μελετών θέτουν υπό αμφισβήτηση την προηγούμενη σύσταση. Έτσι το NICE (National Institute for Health and Clinical Excellence) έχει καταλήξει στην έκδοση νέων κατευθυντήριων οδηγιών για τη χορήγηση προφυλακτικής αντιβίωσης κατά της λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας.
Τις οδηγίες αυτές έχει υιοθετήσει ο εθνικός φορέας του συστήματος υγείας στη Μεγάλη Βρετανία NHS. Τα κύρια σημεία των μελετών του NICE έχουν ως εξής:
Άτομα τα οποία βρίσκονται σε κίνδυνο ανάπτυξης λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας θεωρούνται όσα:
- Έχουν επίκτητη βαλβιδική βλάβη στην καρδιά με στένωση ή ανεπάρκεια.
- Έχουν υποβληθεί σε επέμβαση αντικατάστασης βαλβίδας.
- Φέρουν συγγενείς ανωμαλίες της καρδιάς.
- Έχουν προηγούμενο ιστορικό λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας.
- Πάσχουν από υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
Τι μπορώ να κάνω για ελαχιστοποίηση των ενοχλήσεών μου μετεγχειρητικά;
Ο μετεγχειρητικός πόνος, το οίδημα, η σκληρία, ο πυρετός και η δυσφορία συνδέονται άμεσα με τη χειρουργική αφαίρεση των εγκλείστων δοντιών. Όλα αυτά είναι φυσιολογικές αντιδραστικές διεργασίες του Οργανισμού, προκειμένου να αντεπεξέλθει στο χειρουργικό στρες και την κάκωση στην οποία υπεβλήθη.
Ο Χειρουργός θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες μιας τέτοιας χειρουργικής επέμβασης. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επεμβαίνει όσο το δυνατόν πιο ατραυματικά, να μειώνει στο ελάχιστο την αφαίρεση οστού, όπως επίσης και το χρόνο επέμβασης, να χρησιμοποιεί συνεχώς διακλυσμούς φυσιολογικού ορού και να σέβεται τους μαλθακούς ιστούς κατά τη διάρκεια της επέμβασης.
Πέρα όμως από αυτά, σημαντική βοήθεια στη μείωση της μετεγχειρητικής φλεγμονής και των συμπτωμάτων της, ειδικότερα στις δύσκολες περιπτώσεις, προσφέρει η χρήση των κορτικοστερεοειδών
Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα κορτικοστερεοειδή είναι η δεξαμεθαζόνη και η μεθυλοπρεδνιζολόνη.
Επιπλοκές
Η χειρουργική αφαίρεση εγκλείστων δοντιών συνδέεται με πιθανότητα ανάπτυξης επιπλοκών, που ανέρχονται συνολικά σε ποσοστό περίπου 10%. Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να είναι ήπιες και αναμενόμενες, όπως πόνος, οίδημα και αιμορραγία ή να είναι πιο σοβαρές και μόνιμες, όπως είναι η μόνιμη αναισθησία από τραυματισμό νεύρου και το κάταγμα της γνάθου.
1. Διεγχειρητικές επιπλοκές
Τραυματισμός νεύρων και αγγείων
Το κάτω φατνιακό και το γλωσσικό είναι τα νεύρα τα οποία βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο τραυματισμού κατά τη χειρουργική αφαίρεση των εγκλείστων τρίτων γομφίων. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία τα γενικώς αποδεκτά ποσοστά τραυματισμού αυτών των νεύρων είναι στο 3%. Μόνο ένα μικρό ποσοστό της αναισθησίας ή της παραισθησίας που συνεπάγεται ο τραυματισμός αυτών των νεύρων θα παραμείνει μόνιμη.
Απώθηση ρίζας ή δοντιού στο Ιγμόρειο ή στον Υποκροτάφιο βόθρο
Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ο έγκλειστος άνω τρίτος γομφίος διαχωρίζεται από το Ιγμόρειο άντρο ή τον Υποκροτάφιο βόθρο με ένα λεπτό οστικό πέταλο. Σε αυτές τις περιπτώσεις ελάχιστη πίεση κατά την προσπάθεια λανθασμένης φοράς εκμόχλευσης του δοντιού έχει σαν αποτέλεσμα να σπάσει το οστικό πέταλο και να παρεκτοπιστεί το δόντι ή μία σπασμένη ρίζα του στο ιγμόρειο άντρο ή τον υποκροτάφιο βόθρο.
Εάν το δόντι απωθηθεί στο ιγμόρειο η ανάκτησή του γίνεται με ανάτρηση του προσθίου τοιχώματος του ιγμορείου στην ίδια συνεδρία, αφού πρώτα προηγηθεί ακτινογραφικός έλεγχος, συνήθως πανοραμική ακτινογραφία. Εγχέεται στο ιγμόρειο με μια σύριγγα ικανή ποσότητα φυσιολογικού ορού και κατόπιν το δόντι “συλλαμβάνεται” με την αναρρόφηση και αφαιρείται.
Κάταγμα κάτω γνάθου και γναθιαίου κυρτώματος της άνω γνάθου
Το κάταγμα της κάτω γνάθου αποτελεί μία σπάνια επιπλοκή. Πιο συχνά συμβαίνει, όταν υπάρχει βαθύς εγκλεισμός του δοντιού, ασκείται μεγάλη δύναμη, σε συνδυασμό με προχωρημένη ηλικία του ασθενούς, όπου το οστούν είναι σκληρό και ανελαστικό. Στην περίπτωση κατά την οποία συμβεί το κάταγμα, ο Χειρουργός θα πρέπει να ολοκληρώσει την εξαγωγή του εγκλείστου οδόντος στην ίδια συνεδρία και να γίνει ανάταξη του κατάγματος. Η πώρωση των καταγμάτων συμβαίνει σε χρονικό διάστημα 4-6 εβδομάδων.
Εξάρθρημα κάτω γνάθου
Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπερβολική διάνοιξη του στόματος του ασθενούς ή η έντονη πίεση της κάτω γνάθου προς τα κάτω, κατά τη χειρουργική εξαγωγή των εγκλείστων τρίτων γομφίων, προκαλεί εξάρθρημα της κάτω γνάθου. Αυτό είναι ιδιαίτερα συχνό σε άτομα που έχουν προδιάθεση, έχουν δηλαδή χαλαρή άρθρωση με αυξημένη κινητικότητα και παθαίνουν συχνά υπεξαρθρήματα. Αν συμβεί θα πρέπει το συντομότερο να αναταχθεί με προώθηση της κάτω γνάθου προς τα κάτω και πίσω.
2. Μετεγχειρητικές επιπλοκές
Αιμορραγία
Προεγχειρητικά θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται ένα προσεκτικό ιστορικό για την ανίχνευση αιμορραγικής προδιάθεσης. Η αιμορραγία μετά από τη χειρουργική αφαίρεση εγκλείστων δοντιών μπορεί να κυμαίνεται από ήπια χωρίς να προβληματίζει ιδιαίτερα τον Χειρουργό έως σοβαρή, εάν προϋπάρχει αιμορραγική διάθεση ή τρωθεί κάποιο μεγάλο αγγείο.
Πόνος, οίδημα, εκχύμωση
Είναι αναμενόμενο μετά από τη χειρουργική εξαγωγή εγκλείστων δοντιών να υπάρχει αντιδραστικό μετεγχειρητικό οίδημα μη λοιμώδους αιτιολογίας, το οποίο φτάνει στην κορύφωσή του μέσα σε 48 ώρες, ενώ αποδράμει στις περισσότερες περιπτώσεις μέσα σε 7 με 10 ημέρες.
Το μέγεθός του εξαρτάται από την κάκωση κατά την επέμβαση, την ποσότητα και τον τρόπο που αφαιρείται το οστούν και τον τρόπο διευθέτησης των μαλθακών ιστών. Όταν αφαιρείται οστούν παραπάνω από το απολύτως αναγκαίο και γίνεται υπερθέρμανσή του με τις εγγλυφίδες, τότε το οίδημα θα είναι μεγαλύτερο. Το ίδιο θα συμβεί και όταν χρησιμοποιούνται αμβλέα εργαλεία για την κοπή των μαλακών μορίων, γίνεται υπερβολική έλξη τους ή εμπλέκονται οι μαλθακοί ιστοί στα κοπτικά περιστρεφόμενα εργαλεία και ρακοποιούνται.
Τρισμός
Ο τρισμός που αναπτύσσεται μετεγχειρητικά οφείλεται σε δύο λόγους:
Ι) Ο πρώτος και περισσότερο συχνός είναι το μετεγχειρητικό οίδημα των μαλακών μορίων και των μασητήρων μυών (μασητήρας και έσω πτερυγοειδής). Σε αυτή την περίπτωση ο μυς κάνει αντιδραστικό σπασμό εξ αιτίας του τραυματισμού του.
ΙΙ) Ο δεύτερος, πιο σπάνιος, είναι ο τραυματισμός του έσω πτερυγοειδή μυός κατά τη στελεχιαία αναισθησία του κάτω φατνιακού νεύρου. Ο τρισμός και στις δύο περιπτώσεις αποδράμει μετά την πάροδο των επουλωτικών διεργασιών. Σε περίπτωση εμμονής μπορεί να λυθεί με κινησιοθεραπεία.
Ξηρό φατνίο
Φυσιολογικά το μετεξακτικό φατνίο κλείνει με επούλωση κατά δεύτερο σκοπό, που περιλαμβάνει αρχικά τη δημιουργία του θρόμβου στην περιοχή του τραύματος. Αποτυχία στο σχηματισμό του θρόμβου μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ξηρού φατνίου.
Τα αίτια περιλαμβάνουν την πτωχή αιμάτωση του οστού κυρίως της κάτω γνάθου, την έντονη και παρατεταμένη δράση του αγγειοσυσπαστικού και την επίσχεση της αιμάτωσης του τραύματος από άσκηση αυξημένης πίεσης λόγω του πωματισμού.
Ακόμα, μπορεί να προκύψει λύση του αρχικά διαμορφωμένου θρόμβου λόγω αποικισμού του τραύματος από μικρόβια, που είτε βρίσκονται στο στόμα είτε εισάγονται από επιμολυσμένα εργαλεία.
Λοίμωξη
Η μετεγχειρητική λοίμωξη δεν αποτελεί συνήθη επιπλοκή, αφού το ποσοστό της ανέρχεται μόνο στο 3% περίπου. Αναπτύσσεται από μία έως τέσσερις εβδομάδες μετά την επέμβαση και αποδίδεται σε εναπομείναντα οστικά τεμάχια και νεκρωμένους ιστούς υποπεριοστικά, οι οποίοι δεν απομακρύνθηκαν. Δεν προβληματίζει ιδιαίτερα τον Χειρουργό, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις αφορά κυρίως εντοπισμένη υποπεριοστική συλλογή πύου, όπου η απλή παροχέτευση και ο καθαρισμός του τραύματος αποτελούν τη θεραπεία.
Από τις υπόλοιπες περιπτώσεις ελάχιστες θα είναι τόσο σοβαρές, ώστε να χρειαστεί εισαγωγή σε νοσοκομείο, ενδοφλέβια αντιβιοτική κάλυψη και χειρουργική διάνοιξη των τραχηλοπροσωπικών διαστημάτων.