Μολονότι τα οδοντικά εμφυτεύματα έχουν υψηλό ποσοστό επιβίωσης στη βιβλιογραφία, μπορούν να συμβούν και κάποιες αποτυχίες .
Τα εμφυτεύματα που τοποθετούνται στην οπίσθια περιοχή έχουν σχετιστεί με υψηλότερα ποσοστά αποτυχίας λόγω βιολογικών περιορισμών, όπως λιγότερο διαθέσιμο ύψος οστού και φτωχότερη ποιότητα οστού από ό,τι στις πρόσθιες περιοχές.
Επιπλέον, τα δόντια που τοποθετούνται πάνω από τα εμφυτεύματα στις οπίσθιες περιοχές συνήθως αντιμετωπίζουν υψηλότερα μασητικά φορτία από τα αντίστοιχά τους πρόσθια.
Οι ανατομικές δομές, όπως το ιγμόρειο άντρο ή το κανάλι του κάτω φατνιακού νεύρου, μπορεί να περιορίσουν το μήκος του οδοντικού εμφυτεύματος που δύναται να τοποθετηθεί στην οπίσθια περιοχή.
Οι χειρουργικές επεμβάσεις για την αντιμετώπιση της έλλειψης φατνιακού οστού -όπως η ανύψωση ιγμορείου και/ή οι διαδικασίες καθοδηγούμενης αύξησης της φατνιακής ακρολοφίας έχουν αποδειχθεί επιτυχείς στην παροχή επαρκούς ποσότητας και ποιότητας οστού για τοποθέτηση εμφυτευμάτων και προσθετική αποκατάσταση. Αυτές οι διαδικασίες ωστόσο, έχουν το μειονέκτημα ότι παρατείνουν το χρόνο μέχρι την ολοκλήρωση της θεραπείας, είναι πιο επεμβατικές, αυξάνουν τη νοσηρότητα και αυξάνουν σημαντικά το κόστος.
Μια εναλλακτική λύση σε περιπτώσεις ασθενών με ατροφικές γνάθους είναι η τοποθέτηση βραχέων (κοντών) εμφυτευμάτων.
Ως κοντά εμφυτεύματα (short implants) έχουν οριστεί τα εμφυτεύματα που είναι μικρότερα από 10 mm.
Αν και η χρήση κοντών εμφυτευμάτων φαίνεται να είναι μια προφανής εναλλακτική σε περιπτώσεις όπου τα συμβατικά εμφυτεύματα δεν αποτελούν επιλογή χωρίς χειρουργική ανάπλαση του οστού, το ερώτημα είναι:
Έχουν τα κοντά εμφυτεύματα τα ίδια ποσοστά επιβίωσης με τα συμβατικά εμφυτεύματα;
Πρόσφατη μελέτη σχετικά με τα κοντά οδοντικά εμφυτεύματα περιελάβανε μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή που αξιολόγησε τα κοντά εμφυτεύματα που τοποθετήθηκαν σε κενό (έλλειψη) ενός δοντιού (6 mm) έναντι των συμβατικών εμφυτευμάτων (10 mm) για μια περίοδο πέντε ετών. Τα ποσοστά επιβίωσης και η απώλεια φατνιακού οστού γύρω από το εμφύτευμα ήταν τα κύρια σημεία σε αυτή τη μελέτη. Εξετάστηκε επίσης η αναλογία στεφάνης (θήκης) προς εμφύτευμα και έγινε προσπάθεια να προσδιοριστεί αν αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο στα ποσοστά επιβίωσης.
Στο τέλος της πενταετίας, τα εμφυτεύματα 6 mm έδειξαν ποσοστό επιβίωσης 91% σε σύγκριση με ποσοστό επιβίωσης 100% των εμφυτευμάτων 10 mm (διαφορά στατιστικά σημαντική). Η απώλεια οστού της φατνιακής ακρολοφίας δεν διέφερε μεταξύ των εμφυτευμάτων 6 mm και 10 mm. Επιπλέον, η μέση αναλογία κορώνας (θήκης) προς εμφύτευμα για τα εμφυτεύματα 6 mm ήταν 1,75:1 έναντι 1:1 με τα εμφυτεύματα 10 mm. Αυτές οι αναλογίες δεν επηρέασαν την οστική απώλεια.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης υποδηλώνουν ότι σε περιοχές με περιορισμένο όγκο οστού και/ή ύψος, τα κοντά οδοντικά εμφυτεύματα αποτελούν μια αξιόπιστη εναλλακτική θεραπεία στις περιπτώσεις που για οποιοδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατή η διαδικασία οστικής ανάπλασης του φατνιακού οστού ή η ανύψωση ιγμορείου, για την τοποθέτηση εμφυτευμάτων.
Πλεονεκτήματα κοντών εμφυτευμάτων:
- Χρόνος τελικής αποκατάστασης: Η περίοδος επούλωσης μετά από επεμβάσεις ανύψωσης ιγμορείου και οστικής ανάπλασης φατνιακού οστού κυμαίνεται από έξι έως εννέα μήνες, αυξάνοντας σημαντικά τον χρόνο που χρειάζεται ένας ασθενής να περιμένει για την προσθετική αποκατάσταση.
- Νοσηρότητα: Οι διαδικασίες οστικής ανάπλασης, ειδικά αυτές που περιλαμβάνουν αναπέταση κρημνού, αυξάνουν την πιθανότητα νοσηρότητας του ασθενούς -όπως οίδημα, αιμάτωμα, φλεγμονή και πόνος- σε σύγκριση με τα κοντά οδοντικά εμφυτεύματα, η τοποθέτηση των οποίων είναι μια πιο απλή διαδικασία.
- Έξοδα: Επειδή οι διαδικασίες οστικής ανάπλασης απαιτούν περισσότερο χειρουργικό χρόνο, εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία, υλικά μοσχεύματος και επισκέψεις στο ιατρείο, μπορεί να υπάρξει σημαντική αύξηση στο κόστος θεραπείας για τον ασθενή σε σύγκριση με την τοποθέτηση μόνο κοντών οδοντικών εμφυτευμάτων.
Από την άλλη πλευρά, τα κοντά εμφυτεύματα έχουν, όπως φάνηκε και από τη μελέτη, μικρότερα ποσοστά επιβίωσης σε βαθμό στατιστικά σημαντικό. Ο έμπειρος γναθοχειρουργός θα αξιολογήσει την κάθε περίπτωση και σε συνεργασία με τον ασθενή θα αποφασιστεί ποια είναι η πιο κατάλληλη θεραπεία.
Πηγή: Five-Year Survival of Short Single-Tooth Implants (6 mm): A Randomized Controlled Clinical Trial
- NaenniP. Sahrmann, P.R. Schmidlin, T. Attin, D.B. Wiedemeier, V. Sapata, C.H.F. Hämmerle, and R.E. Jung
Journal of Dental Research (JDR) Volume 97, Issue 8