Η οδοντογενής ιγμορίτιδα είναι μια μορφή λοίμωξης του ιγμορείου που προέρχεται από οδοντικά προβλήματα. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή ιγμορίτιδα, η οποία συνήθως προκαλείται από ιογενείς ή βακτηριακές λοιμώξεις στην ανώτερη αναπνευστική οδό, η οδοντογενής ιγμορίτιδα προκύπτει από οδοντικά προβλήματα όπως λοιμώξεις δοντιών, αποστήματα ή οδοντιατρικές επεμβάσεις που επηρεάζουν τα άνω δόντια.
Οι ρίζες των άνω οπισθίων δοντιών βρίσκονται κοντά στον άνω γναθιαίο κόλπο (ιγμόρειο άντρο), μια μεγάλη κοιλότητα γεμάτη αέρα στην άνω γνάθο. Οι οδοντικές λοιμώξεις ή τραύματα μπορούν να εξαπλωθούν σε αυτόν τον κόλπο, οδηγώντας σε φλεγμονή και μόλυνση. Οι συνήθεις αιτίες περιλαμβάνουν οδοντική τερηδόνα, ασθένειες των ούλων, ουλίτιδα ή περιοδοντίτιδα, ή επιπλοκές από εξαγωγές δοντιών, εμφυτεύματα ή ενδοδοντικές θεραπείες (απονευρώσεις).
Τα συμπτώματα της οδοντογενούς ιγμορίτιδας είναι παρόμοια με εκείνα των τυπικών λοιμώξεων του ιγμορείου, αλλά μπορεί να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα οδοντικά συμπτώματα, όπως πόνο στα δόντια, ευαισθησία στα ούλα ή κακή γεύση στο στόμα. Οι ασθενείς μπορεί επίσης να εμφανίσουν ρινική συμφόρηση, πόνο στο πρόσωπο και εκκρίσεις, τα οποία είναι κλασικά συμπτώματα ιγμορίτιδας.
Η διάγνωση συχνά περιλαμβάνει οδοντιατρικές εξετάσεις και απεικονίσεις, όπως πανοραμική ακτινογραφία ή αξονική τομογραφία, για την ανίχνευση της πηγής της λοίμωξης. Η θεραπεία επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση του υποκείμενου οδοντικού προβλήματος, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει αντιβίωση, ενδοδοντική θεραπεία, εξαγωγή του υπεύθυνου δοντιού ή χειρουργική παροχέτευση του ιγμορείου.
Η έγκαιρη θεραπεία είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη της χρόνιας ιγμορίτιδας ή των επιπλοκών. Επομένως, εάν τα προβλήματα των κόλπων συνοδεύονται από οδοντικό πόνο ή ιστορικό πρόσφατης οδοντιατρικής εργασίας, θα πρέπει στη διαφορική διάγνωση, να ληφθεί υπόψη η οδοντογενής ιγμορίτιδα.